Συνέντευξη της Δήμητρας Κρεπς

Αυτοαποκαλείται «προσφυγοπούλα», αποδίδοντας φόρο τιμής στις μικρασιατικές της ρίζες, διδάσκει ελληνικό πολιτισμό σε Βρετανικό Πανεπιστήμιο και δίνει ιδιαίτερες παραστάσεις, όπως ο «Υπερίων» που παρακολουθήσαμε στο Αρχαίο Ωδείο της Ρόδου. Εξ ίσου συναρπαστική με τις παραστάσεις της είναι και η εκ βαθέων συζήτηση που είχαμε με την Δήμητρα Τζανιδάκη-Kreps εφ’ όλης της ύλης.

 

  • Στο Λονδίνο βρέθηκα πριν από είκοσι έξι χρόνια με μία υποτροφία του IKY στο UCL σε ένα τελείως ξένο περιβάλλον με ελάχιστους ´Ελληνες. Βίωσα τόση μοναξιά που είπα στον εαυτό μου «αν το αντέξω κι αυτό, μετά θα μπορέσω να αντέξω οτιδήποτε». Τελικά έκανα σημαντικές φιλίες, όπως ο καθηγητής τώρα στο Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης, Ούγγρος φίλος μου, που τότε έκανε τη διδακτορική του διατριβή στον Δημοσθένη και μιλούσε άπταιστα ελληνικά! Ήταν η πρώτη μου επαφή με τους συγγενείς Έλληνες, τους επι τιμή Έλληνες που τιμούν την ελληνική ιθαγένεια, όχι επειδή έχουν γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή έχουν ελληνικό διαβατήριο, αλλά επειδή έχουν την αυθεντική ελληνική ψυχή.  Όπως κι ο Χαίντερλιν δηλαδή, διότι κι αυτός Γερμανός ήταν, αλλά ίσως δεν έχω γνωρίσει πιο αυθεντικό Έλληνα!
  • Εκεί γνώρισα και τον άντρα μου, τον Κρίστιαν, με τον οποίον ήμασταν συμφοιτητές στο Masters. Όχι μόνο μιλούσε άπταιστα ελληνικά, αλλά και η πρώτη του ανάμνηση, σε ηλικία δεκαοκτώ μηνών, ήταν τα αστέρια στον ουρανό του Ναυπλίου, σε καλοκαιρινές διακοπές με τους γονείς του! Έκανε την προπτυχιακή του διατριβή στην ποίηση του Ελύτη και ιδιαίτερα στο “ Άξιον Εστί” και είχε βραβευτεί με το βραβείο καλύτερης διατριβής που γράφτηκε ποτέ για ελληνικό θέμα από προπτυχιακό φοιτητή βρετανικού πανεπιστημίου! Είναι υπέροχος πιανίστας και συνθέτει μουσική. Η γνωριμία μας κατέληξε σε γάμο κι έδωσε καρπούς, τα δύο ύψιστα δώρα της ζωής μου, τη Νεφέλη που φέτος πέρασε από τις πρώτες στο Cambridge και τον δεκαεξάχρονο Φοίβο που έχει ταλέντο στο θέατρο. Είμαστε μία καλλιτεχνική οικογένεια, με πολλά στοιχεία σε συμπληρωματικές κατανομές.
  • Στο Λονδίνο έχοντας την υποτροφία τελειώνω το Μάστερ και το διδακτορικό μου, βλέπω αδιαλείπτως θέατρο και ανακαλύπτω ότι υπάρχει χώρος και γι’ αυτό το όνειρο. Έκανα part time το Central School of Speech and Drama, διότι ήμουν πάντα εργαζόμενη στο πανεπιστήμιο και πλέον μαμά δύο παιδιών. Τελειώνοντάς το η καθηγήτριά μου και σκηνοθέτις μου λέει «εκφράζεσαι πολύ με το σώμα, πρέπει να επιδοθείς στο σωματικό θέατρο».
  • Μετά την εξειδίκευση στο σωματικό θέατρο ξεχύθηκα σε παραστάσεις, όσο βέβαια μου επιτρέπει η διδασκαλία και η οικογένεια. Δεν μπορώ να είμαι μόνο κι ολοκληρωτικά δοσμένη στο θέατρο, δεν είχα ποτέ την πολυτέλεια να στηρίζομαι οικονομικά σε άλλους, γονείς, σύζυγο, χορηγούς. Από φοιτήτρια βιοποριζόμουν και στηριζόμουν πάντα στον εαυτό μου. Χαριτολογώντας λέω πάντα πως έμαθα ευτυχώς πολλά ανώμαλα ρήματα της αρχαίας και νέας ελληνικής γλώσσας που την λατρεύω και την κοινωνώ στους φοιτητές μου. Αυτό μου δίνει και την πολυτέλεια να ασχολούμαι στο θέατρο μόνο με ό,τι επιθυμώ χωρίς συμβιβασμούς και παραχωρήσεις που αναγκάζονται να κάνουν οι ηθοποιοί που προσπαθούν να κερδίσουν τα προς το ζην από αυτό.
  • Το σωματικό θέατρο είναι μία τεχνοτροπία θεάτρου που δουλεύει πολύ με το σώμα. Ξεκίνησε από το φτωχό θέατρο του Γκροτόφσκι και το χορόδραμα της Πίνα Μπάους, ιέρειας του είδους. Δεν περιορίζεται στο χορό και στην κίνηση, αλλά μπαίνει και ο λόγος που παντρεύεται με την κίνηση. Δεν έχουμε αυτό που λέμε στο Λονδίνο «talking heads», την παλιά σχολή των ηθοποιών, ομιλούσες κεφαλές όπου το σώμα συμμετέχει πολύ λίγο – στην Ελλάδα οι περισσότεροι παίζουν έτσι, αν και νεότεροι ηθοποιοί και όσοι έχουν εκτεθεί σε επιρροές εκτός Ελλάδας δουλεύουν και με το σώμα.
  • Είναι δύσκολο είδος. Πρέπει να συντονίσεις το ρυθμό της φράσης. Κάθε φράση έχει δικό της ρυθμό. Πρέπει να παντρέψεις τον ρυθμό των φράσεων, που αλλάζει διαρκώς, με τον ρυθμό της κίνησης. Στο χορό χορεύουμε ένα μέτρο. Ξέρουμε ότι αυτή είναι η φράση, αυτά τα βήματα που αντιστοιχούν. Το ίδιο και στη μουσική. Λες έχω αυτή την παρτιτούρα, αυτό το μέτρο, εδώ έχω λεγκάτο άρα ενώνω τις νότες και ακούγεται η μία με την άλλη, εδώ έχω στακάτο άρα ξεχωρίζει η κάθε νότα, παπ-παπ-παπ. Το ίδιο πρέπει να συμβεί κι εδώ. Είναι σα να έχεις μία παρτιτούρα του κειμένου και το μουσικό όργανο δεν είναι το πιάνο, είναι το σώμα σου. Πρέπει να εναρμονίσεις, να συγχορδίσεις το κείμενο με την κίνηση του σώματος. Βέβαια ο λόγος βγαίνει από τις φωνητικές χορδές που αποτελούν μέρος του σώματος, δεν είναι ένα όργανο, όπως το πιάνο που βρίσκεται έξω από το σώμα, αλλά εκείνη τη στιγμή οι κινήσεις του σώματος κατά κάποιον τρόπο ταυτόχρονα πυροδοτούν, αλλά και σαμποτάρουν τη δουλειά που κάνει η φωνή.

  • Η ισορροπία της όμορφης ανθρωπιάς είναι το παν – αυτής που, όπως λέει η Διοτίμα «αν δεν την είχες απωλέσει τόσο πολύ δεν θα την είχες βρει». Πρέπει κάπου να την χάσουμε για να την ξαναβρούμε και να την εκτιμήσουμε στον ύψιστο βαθμό. Έχω τα τραύματα ανθρώπου που εκτέθηκε με όλο του το είναι στη ζωή. Έχω περάσει όλο το ταξίδι, την ψυχική γεωγραφία, όπως ο Υπερίων που είναι κατ’ ουσίαν μία αυτοβιογραφία του ίδιου του Χαίντερλινγκ. Τον σημαδεύει η απώλεια του μέντορος, που είναι ο Αδάμας. Έχασα κι εγώ στα εφηβικά μου χρόνια έναν ακριβό μέντορα κι έκλαψα γι’ αυτή την απώλεια. Πάω πάλι πίσω στη ζωή του αγαπημένου μας Χαίντερλινγκ και τον έρωτα για την Σουζέτ που δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει και για την οποία θρήνησε. Χάνει επίσης ένα φίλο που ήταν ο Αδάμας, αν και μετά ξαναέσμιξαν. Κι αυτό το έχω ζήσει, να χάσω κάποιον και στην πορεία η ζωή να μας ξαναφέρει κοντά.
  • Πριν τρία χρόνια έχασα τον πατέρα μου. Κάπου ο Υπερίων ήταν κι ένα μνημόσυνο γι’ αυτόν: το ρεμπέτικο του πόνου όταν χάνει τον Αλαβάντα, το έβαλα στη μνήμη του – το λέω με συγκίνηση. Έξι μήνες κατάκοιτος, σχεδόν προσευχόμουν να τον πάρει ο Θεός και, σε μία αναλαμπή του, λίγο πριν φύγει, συνέβησαν δύο πράγματα. Το πρώτο, είπε στη μαμά «Κατερίνη, θα πεθάνω» κι εκείνη του απάντησε «Μα τι λες;» «Το ξέρω, θα πεθάνω. Πότε έρχεται το κορίτσι;» Αυτή τον καθησύχασε. «Έρχεται το κορίτσι. Θα πάνε όλα καλά, θα δεις τα εγγόνια σου, θα ξεθαρρέψεις, μη σε νοιάζει τίποτα». Κοιμόταν σε άλλο δωμάτιο για να τον αφήνει στην ησυχία του και, καθώς ξάπλωσε στο κρεβάτι της, τον ακούει αργά τη νύχτα να τραγουδάει αυτό το ζεϊμπέκικο με απόλυτη διαύγεια και καθαρότητα φωνής… Μου το είπε, αφού πέθανε τα ξημερώματα, λίγες ώρες αφότου φτάσαμε με τα παιδιά. Όπως λέει και ο Χαριτόπουλος « Είναι χορός μοναχικός. Όταν το μνήμα χάσκει στα πόδια σου, … όταν όλη η ζωή είναι ρημάδι…ο τόπος δεν σηκώνει άλλον…»
  • Θυμάμαι την συμπόνια του πατέρα μου, την ανθρωπιά, την βαθιά του καλοσύνη, άνθρωπος αγράμματος, ταλαιπωρημένος, χωρίς μεταφυσικά άγχη.  Όταν βυθιζόμουν στα βιβλία, ήξερα ότι ο Υπερίων θα μου έδινε πάλι το φως. «Πρέπει τέλεια φύση να υπάρχει στον άνθρωπο πριν πάει στο σχολείο για να του δείχνει η εικόνα των παιδικών του χρόνων τον δρόμο της επιστροφής από το σχολείο πίσω στην τέλεια φύση» – αυτό ήθελα πάντοτε σαν σηματωρό. Όσα κι αν μάθεις, όσο και αν εμβαθύνεις πρέπει να έχεις κρατήσει το παιδί μέσα σου, αλώβητο, άθικτο εις το διηνεκές, για να το ξαναβρείς και να πας σε μία άλλη μορφή ενηλικίωσης, με την παιδική ολοκλήρωση σε έναν άλλο υπέρτερο κύκλο ζωής.
  • Όλα αυτά είναι αίμα, κυλάνε μέσα μας. Όταν πιάνουμε ένα κείμενο δεν μετράει μόνο τι κάναμε στην υποκριτική, τι μάθαμε στη σχολή, ποιος σκηνοθέτης μας σκηνοθέτησε. Αυτά είναι το ζενίθ. Αν δεν υπάρχει το πρωτογενές, ατόφιο υλικό, το ένδον, ο εσωτερικός ναός του σώματος με τα εκλεκτικά, τα παλίμψηστα από διαφορετικές ρίζες, διαφορετικές καταβολές, διαφορετικά ποτάμια και θάλασσες, δεν μπορούμε να δώσουμε αυτά τα κείμενα έτσι όπως τους αξίζει, να σταθούμε γυμνοί στο κοινό με ταπεινότητα, με συνείδηση της μικρότητάς μας. Λέω πάντα ότι είμαι «μία ασήμαντος κόρη», δεν δηλώνω τίποτα παραπάνω. Απλώς διαμεσολαβώ, έχω ένα σώμα, μια φωνή που τα κάνω όχημα για να ξαναγεννηθούν κείμενα που δεν ακούμε συχνά και μάλιστα σε τέτοιους χώρους κι αυτό είναι απώλεια, γιατί και οι χώροι και τα κείμενα ζωντανεύουν.
  • Διάβασα έφηβη τον Υπερίωνα του Χαίντερλιν και με είχε συγκλονίσει, όπως και η «Σονάτα του σεληνόφωτος»,  το τσακισμένο σπίτι, μια μαυροφορεμένη που κάνει τον απολογισμό της ζωής της. Θα μπορούσε να είναι και το σπίτι των Λαβδακιδών. Ο Ρίτσος την έγραψε όταν άκουσε την διήγηση, φτασμένος και γνωστός ήδη, από έναν άλλον νεαρό ποιητή που με έναν φίλο τους είχαν επισκεφθεί για να συλλυπηθούν την ποιήτρια Μελισσάνθη που είχε χάσει τον άντρα της, κι εκείνη για να τους ξεπροβοδίσει βγήκε να τους συνοδεύσει καθώς έφευγαν, ντυμένη μες στα μαύρα και κι υπήρχε ένα τέτοιο φεγγάρι ολόγιομο καθώς εκείνη απομακρύνονταν επιστρέφοντας στο σπίτι της στους πρόποδες του Λυκαβηττού, ένα φεγγάρι τόσο γεμάτο κι ολοστρόγγυλο που λες και κρεμόταν επάνω από την πλάτη της μαυροφορεμένης γυναίκας. Και τόσο συγκλονίστηκε ο Ρίτσος από αυτήν την αφήγηση που κάθισε κι έγραψε το ίδιο βράδυ τη «σονάτα του σεληνόφωτος». Τον ίδιο συγκλονισμό ένιωσα κι εγώ όταν το διάβασα και ήξερα ότι κάτι έπρεπε να κάνω.
  • Πάντα πρέπει να υπάρξει αυτή η ερωτική μαγεία, ο σπινθήρας, η ανάφλεξη που πυροδοτεί τη μετέπειτα δημιουργία και γίνεται αναπάντεχα, όπως ο έρωτας. Υπάρχει ένα στοιχείο ανεξιχνίαστο. Ίσως κάποια βιώματα, κάποια τραύματα, κάποιες νύχτες της ζωής που δε φέγγει ούτε ένα φως, έρχεται η Σονάτα του σεληνόφωτος ή ο Υπερίων και μου λένε «κι εγώ έχω ένα φως αυτή την νύχτα στην ψυχή μου» – κι ακουμπάω εκεί και αυτό πυροδοτεί και τροφοδοτεί αυτό το μυστηριακό κάτι. Είναι σαν τα ελευσίνια μυστήρια. Δεν θα μάθουμε ποτέ τι ήταν. Ξέρουμε ότι είχαν τρεις αναβαθμούς, ότι ορκίζονταν τον ιερό όρκο ότι, αν πουν ποτέ τίποτα, θα υπήρχε κίνδυνος και για τη ζωή τους, γιατί αν το μυστικό έβγαινε πιο έξω θα χανόταν όλη η μυσταγωγία.
  • Ανακάλυψα το θέατρο στην εφηβεία μου, μέσα από το υπόγειο του Κουν. Έγινε για μένα ένα έμψυχο βιβλίο που, αντί να το διαβάζω, κάθομαι στο σκοτάδι και μου το ενσαρκώνουν οι ηθοποιοί. Ήμουν ντροπαλή, δεν πήγαινα στα καμαρίνια και δεν έχω ζητήσει ποτέ αυτόγραφο.  Στη φιλολογία οι συμφοιτήτριές μου έλεγαν «εσύ με τέτοια φωνή, με τέτοιο φυζίκ, με τέτοιο πρόσωπο τι κάνεις εδώ; Πήγαινε παιδί μου στον Κουν, πήγαινε στο Εθνικό». Οι συνθήκες όμως δεν ευνοούσαν… Δεν ήθελα να κάνω κάτι σαν κυνηγημένη. Προτεραιότητά μου ήταν να πάρω το πτυχίο, να είμαι καλή φοιτήτρια και να πάρω υποτροφία – αλλιώς δεν θα μπορούσα να φύγω από την Ελλάδα που με έπνιγε.
  • Ήμουν τυχερή να έχω δασκάλους όπως τη φιλόλογό μου στην πρώτη γυμνασίου, την κυρία Παράβα, με την οποία ήμασταν αδελφές ψυχές. Αυτή στο πρόσωπό μου βρήκε ίσως μία ιδανική μαθήτρια κι εγώ μία ιδανική δασκάλα. Διαβάζοντας την Απολογία του Σωκράτη είχα συγκλονιστεί, γιατί  όπως και ο Διόνυσος, έχει το στοιχείο και του μάρτυρα και του ήρωα. Αυτό υπάρχει και στον Χαίντερλιν. Ο Υπερίων είναι περισσότερο μάρτυρας και λιγότερο ήρωας. Δεν είναι ο Αχιλλέας που θέλει να σώσει – βέβαια κι αυτός τελικά μαρτυρεί, θνητός είναι και χάνει και τον σύντροφό του. Ακόμα κι οι ήρωες είναι τρωτοί, ο Αγαμέμνων χάνει το παιδί του, την κόρη του.
  • Η κυρία Παράβα δίδασκε την απολογία με έναν τρόπο που με ακουμπούσε ανατριχιαστικά, ρουφούσα το μάθημα κι έτρεχα στα παλαιοβιβλιοπωλεία στο Μοναστηράκι να μάθω κι άλλα – έτσι βρήκα τον Διονύσιο Καψάλη, ανέκδοτες και εκδομένες ομορφιές κι άρχισα να διαβάζω μόνη μου.
  • Όταν ανακάλυψα την τραγωδία, είπα «εδώ είναι το σπίτι μου». Δεν κάνω θέατρο επειδή θέλω να πάω την υψηλή τέχνη στα αρχαία ωδεία, αλλά επειδή είναι το σπίτι μου, νιώθω οικειότητα. Συντελούσαν και οι συνθήκες της ζωής μου, οικογενειακές, περιβαλλοντικές κλπ. Ο πόνος της τραγωδίας, η συμπόνια στο πιο καθαρό μέταλό της, η εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχής που μας δίνουν οι τραγικοί ήρωες είναι για μένα σαν το ψωμί – δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτό. Είναι τα οικεία πάθη, γι’ αυτό τη λατρεύουμε. Δεν είναι κάτι έξω από εμάς, όπως η όπερα. Η τραγωδία απευθύνεται σε ανθρώπινες ψυχές, μιλώντας για οικεία πάθη με οικείο τρόπο. Μέσα στα δρώμενα βλέπουμε δικά μας πάθη. Όχι ότι είμαστε πατροκτόνοι και μητροκτόνοι, αλλά μέσα από τον συμβολισμό βρίσκουμε πολλά. Σίγουρα όλοι μας έχουμε επανειλημμένα σκοτώσει μέσα μας μια μάνα, έναν πατέρα, έναν αδελφό προκειμένου να ενηλικιωθούμε. Η τραγωδία από τις πιο καθημερινές, συχνά αβάστακτες συγκινήσεις, φτιάχνει ένα λόγο απίστευτα ποιητικό που μας συγκινεί χωρίς να μας κατεβάζει στην αισθηματολογία, όπως π.χ. το μελόδραμα. Το οικείο πάθος κυκλοφορεί από τον ήρωα στην καρδιά μας χωρίς να διδάσκει, αλλά μας καθοδηγεί, μας δίνει τρόπο ζωής.
  • Αλοίμονο, αν δεν είχαν υπάρξει αυτές οι τραγωδίες, θα ήμασταν πολύ πιο ανώριμοι. Είμαστε λίγοι σε σχέση με τον θαυμάσιο αθηναϊκό πολιτισμό, που όπως λέει ο Υπερίωνας «καμία πρώιμη σοφία δεν τον οδηγεί σε άκαιρη ωρίμανση. Καμία ξένη θρησκεία δεν τον ναρκώνει, καμία πολεμική νίκη δεν τον μεθάει. Κανένας ξένος δυνάστης δεν τον αποδυναμώνει». Η πεμπτουσία του αθηναϊκού πολιτισμού σε τέσσερις φράσεις.
  • Στην αρχαία Αθήνα ο Οιδίπους φτάνει τυφλός μητροκτόνος, αιμομίκτης, κουρελής, χωρίς να έχει πουθενά να πάει, με την κόρη του την Αντιγόνη να τον σέρνει από το χέρι και ζητάει άσυλο. Και λέει «ήλθα στην πύλη της Αθήνας και με υποδέχθηκε το άλσος των θεών και αντάμωσα ωραίες ψυχές». Ο Θησέας, ο βασιλεύς, του λέει: «η πόλη μου είναι δική σου. Πήγαινε και κάθισε στο βράχο. Τώρα τελείωσαν τα εγκλήματα, τα ανοσιουργήματα. Να το σπίτι σου, θα ζήσεις εδώ μέχρι το τέλος της ζωής σου». Και βρίσκει καταφύγιο. Αυτός είναι ο πολιτισμός της Αθήνας! Σεβόντουσαν τον ικέτη.
  • Ποιος είναι ο δικός μας πολιτισμός; Βάζουμε τους συνανθρώπους μας στους καταυλισμούς. Ας δούμε τα εκτρώματα του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, τα πιο πρόσφατα, τα αδιέξοδα, Ευρωπαϊκή Ένωση, Βrexit στη Βρετανία,  βαναυσότητα σε βάρος ανθρώπων τύπου Τζούλιαν Ασάνζ, που είναι και δημοσιογράφος. Ποιος είναι ο πολιτισμός της Τερέζας Μέι; Η έσχατη πράξη προδοσίας μίας ανίκανης κυβέρνησης που έσυρε στην πιο αδυσώπητη φυλακή έναν άνθρωπο γερασμένο πρόωρα που ζητάει άσυλο. Σηκωτό τον έβγαλαν! Το είδα στο BBC και ντράπηκα που βρίσκομαι σ’ αυτή την πόλη. Ήθελα να σηκωθώ να φύγω εκείνη τη στιγμή.
  • Δεν είναι εύκολο το σωματικό θέατρο. Στον Υπερίωνα αλωνίζω, έχω το χουλα-χουπ, τρέχω από εδώ, από εκεί. Οι φωνητικές χορδές, ο λάρυγγάς μου, όλα διαφοροποιούνται μέσα μου και είναι πολύ δύσκολο η φωνή να μη λυγίσει, να μη σπάσει και να βγει καθαρή, να γίνει προβολή στο κοινό, να την ακούω κι εγώ μέσα μου, το ηχείο και το αντηχείο να δουλεύουν. Θέλει δουλειά, ιδρώτα και πάρα πολλές πρόβες. Δουλεύω ένα χρόνο. Το κείμενο πρέπει να μπει τόσο βαθιά στο σώμα, που να γίνει σα δεύτερη ανάσα. Αλλιώς δεν μπορείς να το βγάλεις με σχεδόν συνεχή παρουσία στη σκηνή, σε συνεχή έκθεση στο κοινό.
  • Το σωματικό θέατρο είναι μία ομπρέλα με διαφορετικά είδη, το φτωχό θέατρο του Γκροτόφσκι, το πολωνικό σωματικό θέατρο που είναι σχολή μέσα στη σχολή, το σωματικό θέατρο που έμαθα στο Λονδίνο κυρίως μέσα από την Complicite του σπουδαίου Simon McBurney που έχω παρακολουθήσει όλες τις παραστάσεις του και είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω και να δουλέψω την μεταπτυχιακή μου εργασία στην Complicite και τους συνεργάτες της. Στο μεταπτυχιακό του σωματικού θεάτρου δουλέψαμε με διαφορετικές σχολές από το χοροθέατρο της Pina Bausch, το φτωχό θέατρο του Γκροτοφσκι, τη σχολή Λαμπάν, τη σχολή του επινοητικού θεάτρου κλπ.
  • Επίσης κάναμε πολύ αυτοσχεδιασμό. Είναι ένα από τα εργαλεία που πάντοτε με βγάζει σε δρόμους ιδιαίτερους. Όπως στον έρωτα, πρέπει να αφεθείς, να πέσεις με τα μούτρα κι όπου σε βγάλει. Όταν συνέλθεις μπορείς να εκλογικεύσεις. Αλλά όταν είσαι πάνω στο κύμα, πρέπει να ακολουθήσεις τη φορά του, να μην αντισταθείς.  Όπως πρέπει να μην αντισταθείς και στον έρωτα, γιατί αλλιώς δεν θα τον γνωρίσεις στα βαθιά του. Βέβαια μπορεί να μη γνωρίσεις και τον πόνο του, αλλά τότε και πάλι θα είσαι λειψός.
  • Κι ο Υπερίων τι μας λέει; «Μη μακαρίζεις όσους ζουν ελεύθεροι από τον πόνο. Είναι εύκολο να είσαι ευτυχισμένος με λιγοστό νου και ρηχή καρδιά», αλλά δεν το θέλουμε αυτό. Θέλουμε τον πόνο και τη χαρά, γιατί είναι αδέλφια. Στην παράσταση φόρεσα το μαύρο, κρητικό μαντήλι του συχωρεμένου του παππού μου. «Ο πόνος σαν αδελφός βγαίνει και προϋπαντεί τη χαρά που αχνοφέγγει από μακριά». Δεν υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο. Ζωή χωρίς πόνο είναι ζωή ανούσια.
  • Απ’ όπου και να πιάσεις το κείμενο είναι ανυπέρβλητος ο Χαίντερλιν. Το 1797, ένας άνθρωπος που έζησε σαν τον καημένο τον Βιζυηνό που πέθανε στο Δρομοκαϊτειο. Ευτυχώς αυτόν μία κόρη ξυλουργού τον έσωσε από το πνευματικό άσυλο όπου τον είχαν καταδικάσει, ενώ δεν ήταν τρελός, ήταν ερημίτης. Κι όπως ο Βιζυηνός, ούτε αυτός γνώρισε  πατέρα. Τον αναζητούσε στον Αδάμαντα, τον αναζήτησε στον Αλαβάνα. Όλο του το έργο είναι η αναζήτηση του πατέρα που δεν γνώρισε και της Διοτίμας, δηλαδή της Σουζέτ που δεν την άγγιξε και του έμεινε το ανεκπλήρωτο του έρωτος. Η Σουζέτ πέθανε από φυματίωση και δεν πρόλαβε να δει ούτε τον Υπερίωνα τυπωμένο, που της τον έστειλε με αφιέρωση, “ αυτό είναι το παιδί που δεν θα κάνουμε ποτέ”.
  • Όταν διάβασα τον Υπερίωνα, ήθελα να ενώσω αυτούς τους δύο ανθρώπους. Αυτό είναι το θέατρο. Μπορούμε να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο, να αναστήσουμε τους νεκρούς και να τους βάλουμε να εκπληρώσουν όσα δεν μπόρεσαν εν ζωή. Κάνοντας θέατρο ξαναμοιράζω την τράπουλα έτσι όπως τη θέλω και δίνω χαρά στον Χαίντεριλιν, στον Υπερίωνα, διότι στον κάτω κόσμο ξαναβρέθηκε με τη Διοτίμα και έγινε ο γάμος με μάρτυρες τον κόσμο που άκουσε όλο αυτό κι έφυγε ο καθένας με τη δική του αίσθηση – όπως μου έγραψε κάποιος θεατής «στο φως της Ανδρομέδας». Είναι συγκινητικά αυτά που τόσο γενναιόδωρα μας έγραψε ο κόσμος για την παράσταση!
  • Είναι δύσκολο να «σκηνοθετείς» τον εαυτό σου. Στο βάθος του εγκεφάλου είναι το τρίτο μάτι, λέει η σοπράνο Δανάη Κωμοδρόμου που από πέρσι με μαθαίνει πιάνο. Πρέπει να το ανοίξουμε. Εκείνη το χρησιμοποιεί για να προβάλει τη φωνή, αλλά το χρειάζεται κι ένας ηθοποιός όταν παίζει. Το τρίτο μάτι επικοινωνεί με τον λεγόμενο ερπετικό εγκέφαλο, τον βαθύ εγκέφαλο που είχαν οι πρωτόγονοι στο στάδιο νεολιθικής εποχής. Εκεί εδράζονται τα ένστικτα και τα συναισθήματα. Ο άλλος αναπτύχθηκε όταν αρχίσαμε να στεκόμαστε όρθιοι και να δημιουργούμε πολιτισμό.
  • Δουλεύω πολύ με το τρίτο μάτι και τον ερπετικό εκέφαλο. Δεν είναι όμως εύκολο να παρατηρείς τον εαυτό σου ταυτόχρονα και να το κάνεις. Εκτίθεμαι στην παρατήρηση ανθρώπων που εμπιστεύομαι και παίρνω ανατροφοδότηση από αυτούς. Ευτυχώς έχω καλούς φίλους που τους εμπιστεύομαι, χωρίς να είναι πάντα ειδικοί του θεάτρου. Η Λαμπέτη έλεγε: τι χρειαζόμαστε τους σκηνοθέτες; Οι καλύτεροι σκηνοθέτες είναι οι φίλοι μου και αυτοί που με τιμούν με την εμπιστοσύνη τους, διότι ό,τι μου πουν αυτοί είναι τόσο θετικό που θα το λάβω υπόψη μου και θα κάνω τις διορθώσεις μου και δεν με έχουν ποτέ προδώσει. Ενώ με έναν σκηνοθέτη έχεις να παλέψεις με πολλά, με το εγώ του, το μικρό ή το μεγάλο, τα τραύματα που είπαμε, για ποιο λόγο είναι σε αυτή τη δουλειά. Είχε σκηνοθέτη ο Σοφοκλής ή ο Αισχύλος; Μόνοι τους έγραφαν, μόνοι τους έφτιαχναν τον θίασο.
  • Θέλει άσκηση ψυχής να μπορείς να είσαι ο εαυτός σου και ταυτόχρονα να βγαίνεις από σένα, να αποστασιοποιείσαι. Το κάνω γιατί δεν παίρνω τον εαυτό μου στα σοβαρά. Όπως είπα, είμαι μία ασήμαντος κόρη, ένα όχημα. Βρίσκομαι εκεί επειδή έχω ερωτευτεί τη φωνή κάποιου και θέλω να φανεί και να ακουστεί και να εκφραστεί, όπως μια ερωτευμένη κοπέλα θέλει να ακούει τα λόγια που της λέει το αγόρι της. Όταν λοιπόν ερωτεύομαι τον Χαίντερλινγκ, τον Υπερίωνα, τον Ρίτσο, τη Σονάτα, την Ιφιγένεια, τον Λεμουάν, είμαι μία ερωτευμένη, ασήμαντη κοπελίτσα της γειτονιάς που της αρέσει το γιασεμί και θέλει να το μυρίσει, θέλει να ακούσει τα λόγια και να πει το τραγούδι της.

  • Ο χρόνος δεν με τρομάζει, είναι ένας άχρονος κύκλος. Όποια ακμή φέρνει τη φθορά και πάλι την ακμή. Φροντίζω να κρατώ το σώμα μου ζωντανό. Τρώω καλά, τρέχω, θα βάλω μια κρέμα, γιατί δεν είμαι υπέρ του μπότοξ. Δεν ανησυχώ για τις ρυτίδες που έτσι κι αλλιώς ήδη έχω ούτε για τις γκρίζες τρίχες στα μαλλιά μου που δεν θέλω να βάψω. Φοβάμαι μόνο μήπως με την πάροδο του χρόνου χάσω την ευκινησία και την ευλυγισία που ακόμα έχω. Με ευχαριστεί φυσικά να ακούω ότι δεν μου φαίνονται τα χρόνια μου! Ακολουθώ έναν όσο γίνεται σωστό τρόπο ζωής, δεν ξενυχτώ, κάνω γιόγκα, πιλάτες, όλα όσα κρατούν τους μυς ξύπνιους, αφυπνισμένους. Πριν δέκα χρόνια είχα περισσότερη ενέργεια, περισσότερη αντοχή. Είναι και το γονιδίωμα. Η μαμά μου είναι ογδόντα επτά χρονών, όρθια, ζει μόνη της και αυτοεξυπηρετείται. Δύο φορές την εβδομάδα πάει με τα λουλούδια της να φροντίσει τους νεκρούς της, αυτός είναι τώρα ο σκοπός της ζωής της.
  • Ο χρόνος όλους θα μας συλλάβει, δεν αφήνει κανέναν. Μέσα στην αχρονία του έρχεται η ώρα μας, αλλά το θέατρο έχει πάντα ρόλους για όλους. Πρόσφατα στο Λονδίνο ήλθε η Ξένια Καλογεροπούλου προσκεκλημένη του ελληνικού κύκλου βιβλιόφιλων. Πόσο την χάρηκα! Συναντηθήκαμε μαζί με άλλους  Έλληνες σε έναν καφενέ στο Flocafe στην Piccadilly, την απόλαυσα,  έπαιζε σε μια παράσταση στην Αθήνα, δεν είχε πολλά λόγια και μας είπε  «περνάω υπέροχα στο καμαρίνι, διαβάζω πολύ και όταν έρχεται η σειρά μου λέω τα λόγια μου, ξαναγυρνώ στο παρασκήνιο, αλλά είμαι κοντά στα νέα παιδιά». Τι άλλο να θέλεις;
  • Όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου, ίσως χρειαστούν λιγότερα λόγια, κίνηση. Ο άνθρωπος που έχει διάθεση για ζωή δεν πεθαίνει πριν την ώρα του. Βρίσκει πάντα τρόπο να δίνει γενναιόδωρα στους άλλους αυτό που τον καίει και τον αναφλέγει τον ίδιο. Πιστεύω ότι δεν θα υπάρχει ποτέ ηλικία που να μην μπορούμε κάτι να δώσουμε και να απολαύσουμε. Ο χρόνος θα ρέει και θα φυλλοροεί, αλλά ταυτόχρονα θα μας πυροδοτεί, όταν είμαστε στη μόνη πατρίδα, στην καρδιά.

 

 

 

 

About Author

Back to top