Ελευθερία Αρβανιτάκη
“Όταν τραγουδάμε παρέα, όταν συγκινούμαστε παρέα, όταν έχουμε τη διάθεση να χορεύουμε παρέα, τότε ξέρουμε ότι η σχέση είναι εκεί και δυνατή”
Μια βελούδινη φωνή και μια αέρινη παρουσία. Ονειρευόταν να γίνει αρχαιολόγος, αν και από μικρή έπαιζε μπαγλαμαδάκι και κιθάρα. Το καλοκαίρι του 1980 στη Σκόπελο το πεπρωμένο της γνέφει προσκαλώντας την στην «Οπισθοδρομική Κομπανία», μια μπάντα φοιτητών που έπαιζε ρεμπέτικα τραγούδια σε διάφορα Αθηναϊκά κέντρα. Η Ελευθερία Αρβανιτάκη το ακολουθεί. Κι έτσι ξεκινάει μια πολύχρονη πορεία γεμάτη τραγούδια που νίκησαν το χρόνο και μας συντροφεύουν σε χαρές και λύπες, συνεργασίες με σπουδαίους συνθέτες, στιχουργούς και ποιητές, καλλιτεχνικές επιτυχίες, ταξίδια σε όλες τις γωνιές της Ελλάδας αλλά και στις πέντε ηπείρους κυριολεκτικά σε μουσικά φεστιβάλ και ιστορικούς χώρους της μουσικής, διεθνείς διακρίσεις, εμβληματικές παραστάσεις που έγιναν live albums, χρυσές και πλατινένιες πωλήσεις. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, τρεις ιδιότητες παραμένουν οι σταθερές της: σεμνότητα, συνέπεια και σεβασμός στην μουσική παράδοση και τον πολιτισμό της πατρίδας της.
Τη Δευτέρα 6 Αυγούστου, στο Θέατρο Μεσαιωνικής Τάφρου, θα τραγουδήσουμε μαζί της «Βάλε το κόκκινο φουστάνι»… «Ζωή που δε μοιράζεται είναι ζωή κλεμμένη»… «Βάλαμε φωτιά στα φρένα και μας έμεινε το γκάζι»… «Τα κορμιά και τα μαχαίρια»… «Της καληνύχτας τα φιλιά»…, στην παράσταση «Για όλη τη ζωή μας σου μιλώ», με τα απανωτά sold out σε Αθήνα και Κύπρο.
Συνέντευξη στην Ευρυδίκη Κοβάνη
Φωτογραφίες Γιώργος Καπλανίδης
Από την εποχή της Οπισθοδρομικής Κομπανίας και του Σαββόπουλου μέχρι σήμερα, ποιος ήταν ο πιο σημαντικός σταθμός στην καλλιτεχνική σας πορεία;
H εκκίνηση μέσα σε μια ομάδα όπως η Οπισθοδρομική Κομπανία, η επιτυχία που βιώσαμε παίζοντας ρεμπέτικα που μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν «λογοκριμένα» και η συνάντησή μας με το Διονύση Σαββόπουλο είναι αναμφισβήτητα στις κορυφαίες στιγμές της προσωπικής μου πορείας, όπως και η πρώτη μου δισκογραφική παρουσία με τον δίσκο «Κέντρο Διερχομένων» όπου τραγουδάω τον ποιητικό λόγο του Γιώργου Ιωάννου σε μουσική Νίκου Μαμαγκάκη. Κάθε βήμα είναι σημαντικό, κάθε συνάντηση μέσα από την τέχνη της μουσικής έχει πολλά να δώσει. Και η συνάντησή μου με τον Σταμάτη Σπανουδάκη στο «Κοντραμπάντο» που σηματοδοτεί την προσωπική μου πορεία είναι κεντρική στην πορεία μου, όπως και η εποχή του άλμπουμ «Μένω εκτός» που έκτοτε έχω και την ευθύνη της παραγωγής στις δισκογραφικές μου δουλειές. Μπορώ να αρχίσω να απαριθμώ ονόματα σπουδαίων συνεργατών και σε πολλές περιπτώσεις και φίλων, όπως ο Νίκος Ξυδάκης, ο Μιχάλης Γκανάς, ο Χρήστος Νικολόπουλος, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, η Λίνα Νικολακοπούλου αλλά και νεότεροι δημιουργοί όπως ο Νίκος Μωραΐτης ή ο Θέμης Καραμουρατίδης. Μια επίσης στιγμή ξεχωριστή για μένα ήταν και η προσωπική μου συναυλία στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης τον Φεβρουάριο του 2014, μια βραδιά που θα τη θυμάμαι με συγκίνηση και περηφάνεια ταυτόχρονα.
Το ιδιαίτερο ηχόχρωμα ή η σκηνική παρουσία είναι πιο σημαντικό για έναν τραγουδιστή;
Θεωρώ πως όλα παίζουν ρόλο. Και το να έχεις ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα και το να «σου πηγαίνει η σκηνή». Εξίσου σημαντικές όμως είναι και οι επιλογές σου, το ρεπερτόριο που θα φτιάξεις. Αυτό είναι που θα σε κάνει να ξεχωρίσεις και να αντέξεις στο χρόνο σε συνδυασμό με πολλή δουλειά και πείσμα, ιδίως στα χρόνια που ζούμε που δεν υπάρχει στήριξη πια από δισκογραφικές εταιρείες και διάθεση «επένδυσης» σε νεότερους καλλιτέχνες. Τα παιδιά που ξεκινάνε σήμερα έχουν μεγάλο πάθος και επιμονή και είναι θαυμαστό και σπουδαίο.
Εκτός από την Ελλάδα, εμφανίζεστε σε πολλά μουσικά φεστιβάλ και στο εξωτερικό. Πώς νιώθετε μπροστά στο διεθνές κοινό και πώς μπροστά στο ελληνικό;
Η μαγεία είναι πάντα η ίδια όταν μια συναυλία πάει καλά, όταν το κοινό ανταποκρίνεται και η σχέση είναι αμφίδρομη. Όταν παίζουμε στο εξωτερικό όπου το κοινό δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα του λόγου αλλά αρκείται στην γλώσσα της μουσικής και στο συναίσθημα, η «μυσταγωγία» στη συνάντηση μας με το κοινό καθρεφτίζεται στην προσήλωση κατά την ακρόαση και στο ενθουσιώδες χειροκρότημα μετά. Τότε νιώθεις πώς η σχέση έχει λειτουργήσει. Εδώ στην Ελλάδα, αλλά και στην Κύπρο, είναι λίγο διαφορετικά με την έννοια του ότι εδώ θέλεις να δεις ότι η σχέση είναι ζωντανή, ανανεώνεται από τη μια και παραμένει αναλλοίωτη από την άλλη. Όταν τραγουδάμε παρέα, όταν συγκινούμαστε παρέα, όταν έχουμε τη διάθεση να χορεύουμε παρέα τότε ξέρουμε ότι η σχέση είναι εκεί και δυνατή. Η συγκίνηση πάντως και η χαρά είναι η ίδια μετά από ένα επιτυχημένο live είτε παίζεις σε Έλληνες είτε όχι.
Με ποιο κριτήριο διαλέγετε κάθε φορά το ρεπερτόριό σας και πώς διαλέξατε τα τραγούδια της φετινής καλοκαιρινής σας περιοδείας;
Κάθε παράσταση είναι μια αφήγηση ιστοριών. Κάθε τραγούδι είναι μια ιστορία. Πάντα βρίσκεις μια αρχή της ιστορίας και ξετυλίγεις το κουβάρι. Φέτος βαφτίσαμε με τους συνεργάτες μου την παράσταση «Για όλη τη ζωή μας σου μιλώ» και επιλέξαμε τραγούδια από όλο το φάσμα της δισκογραφίας μου, από την εποχή της Οπισθοδρομικής Κομπανίας ακόμα, τραγούδια με τα οποία έχουμε όλοι συνοδέψει λύπες και χαρές, γλέντια και προσωπικές μας στιγμές. Όλο αυτό το περιγράφει πολύ εύστοχα ο στίχος του Νίκου Μωραΐτη από το «Δε μιλώ για μια νύχτα εγώ» που έδωσε και τον τίτλο της παράστασης μας φέτος.