Συνέντευξη του εικαστικού Νίκου Γιώργου Παπουτσίδη

Αποφεύγει τις συνεντεύξεις και τα φώτα της δημοσιότητας, κρατάει χαμηλό προφίλ και προτιμάει να αφήνει τα έργα του να μιλήσουν γι’ αυτόν. 

Παίρνοντας έμπνευση από μια παλιά αφήγηση, ο εικαστικός Νίκος Γιώργος Παπουτσίδης γεφυρώνει το χρόνο ανάμεσα σε ένα μεσαιωνικό θρύλο και τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία. Τα αποκαλυπτήρια του έργου του «Ο Δράκος της Ρόδου» στη φαντασμαγορική τελετή εορτασμού της επετείου των 45 χρόνων λειτουργίας του ξενοδοχείου «Rodos Palace» στις 16 Αυγούστου 2019 ήταν η αφορμή αυτής της συνομιλίας που μας έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά έναν αυθεντικό καλλιτέχνη, έναν ευγενή άνθρωπο.

 

Κύριε Παπουτσίδη, καλωσορίσατε. Πείτε μας, πώς προέκυψε ο «Δράκος της Ρόδου»;

Σας ευχαριστώ. Οι δράκοι σαν ιδέα είναι κάτι πολύ παλιό για μένα. Αποτελούν συλλογή μου, κάνω αναφορές σ’ αυτούς σε πολλά μου έργα. Τους έδειξα ήδη από το 2008, δημοπρατήθηκαν στο Λονδίνο, έκανα έκθεση στην Ιαπωνική πρεσβεία, τους έδειξα επίσης στο Π.Φάληρο επί έξι μήνες. Ο «Δράκος της Ρόδου» προέκυψε με αφορμή την επέτειο των 45 χρόνων λειτουργίας του ξενοδοχείου “Rodos Palace”. Με την οικογένεια Καμπουράκη με συνδέει αμοιβαία εκτίμηση και φιλία χρόνων. Αγαπούν την τέχνη και όταν μου πρότειναν να κάνουμε κάτι εδώ στο ξενοδοχείο, σκέφθηκα αμέσως έναν δράκο, αφού μάλιστα ήξερα ότι υπήρχε ο σχετικός θρύλος, αυτό το ωραίο παραμύθι. Εκτός από το ότι εικαστικά με ενδιαφέρει η κίνηση, τα χρώματά του και ο μύθος του, μου προκαλεί δέος και μου αρέσει η ιστορία του. Αποδείχθηκε δε, ότι ακριβώς στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το “Rodos Palace” ήταν η φωλιά του, σύμφωνα με τη μεσαιωνική αφήγηση.

 

Έχετε μία ιδιαίτερη σχέση με τη Ρόδο. Πώς ξεκίνησε;

Η αγάπη μου για τη Ρόδο αρχίζει από τα παιδικά μου χρόνια. Είμαι γεννημένος στο Κάϊρο από έλληνες γονείς. Η Ρόδος λοιπόν ήταν το πρώτο μέρος της Ελλάδας που είδα επιστρέφοντας με την οικογένειά μου από την Αίγυπτο. Τα τείχη και το ελάφι είναι η πρώτη μου ελλαδική εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Την Ακρόπολη την είδα μετά. Η Ελλάδα καταχωρήθηκε από τότε μέσα μου σαν ένα παραμύθι, λόγω των πύργων και όλων αυτών των στοιχείων που είχε.

 

Το υλικό σας εδώ και χρόνια είναι το σίδερο. Τι σας τράβηξε σ’ αυτό;

Δοκίμασα όλα τα υλικά πριν καταλήξω σ’ αυτό… μάρμαρο, γυαλί, πέτρα. Τελικά το σίδερο με έλκει περισσότερο απ’όλα. Αγαπώ την υφή του. Είναι σαν το δέρμα, αλλάζει, σκουριάζει, είναι πάντα ζωντανό και δεν μένει ποτέ ίδιο. Θυμάμαι τότε με το σιδηρογράφημα, από τη ζέστη το σίδερο έκανε μία τσαλάκα, μια πτύχωση που μου άρεσε πάρα πολύ, έμοιαζε σα σεντόνι. Με γοήτευε αυτό, το να έχεις στον τοίχο ένα τσαλακωμένο σιδερένιο έργο. Κι επιπλέον το χειρίζεσαι ανάλογα με τις ιδέες σου, π.χ. μπορείς με οξύ, με σόδα, με αλάτι, ξύδι να του δώσεις ότι χρώμα θέλεις.

 

Μιλήστε μου γι’ αυτήν την τεχνική σας, το σιδηρογράφημα.

Είναι ένα είδος τέχνης όπου η ζωγραφική και η γλυπτική παρουσιάζουν ενιαίο έργο επάνω σε λαμαρίνα. Συνδυάζει το σίδερο με τη ζωγραφική, είναι και σίδερο και ανάγλυφο. Τη σταμάτησα τώρα. Ξεκινώ μία άλλη σειρά που θα ονομάζεται «αποσπώμενα». Έτσι φτιάχτηκε ο Δράκος της Ρόδου.

 

Τι είναι τα «αποσπώμενα»;

Το είχα ξανακάνει με τον Cartier και είδα ότι άρεσε. «Αποσπώμενα» σημαίνει ότι παρουσιάζεις το έργο αποσπώντας ένα κομμάτι του. Αυτό θα συμβεί και με τον δράκο. Κάποια μέρη του ξεκολλάνε και τα κρατάει ο θεατής. Στα αποκαλυπτήρια μεθαύριο, κάποιοι θα πάρουν κομμάτια του δράκου – ελπίζω κι εσείς. Παρουσιάζεται το έργο αποσπώντας του ένα κομμάτι και όλο αυτό το πράγμα εμφανίζεται κόντρα στο φως. Θα έχει ενδιαφέρον.

 

Έχετε γράψει Οπτική Ποίηση, δημιουργήσατε το Ποίημα Αντικείμενο. Είστε πολυδιάστατος. Τι σας εκφράζει πιο πολύ απ’ όλα αυτά;

Εξαρτάται από το τι σε εμπνέει κάθε εποχή. Τα παραπάνω είναι συνδυασμοί εικόνας και λόγου. Κάποια στιγμή, επειδή ήμουν πολύ εσωστρεφής, βρήκα έμπνευση στο γράψιμο. Δεν γράφω τώρα, διότι πλέον εκφράζομαι σε τρεις διαστάσεις. Αλλά κάνω αναφορές και στην ποίηση. Τα εικαστικά μου έργα έχουν μέσα και λέξεις. Μάλιστα σε μια τελευταία ενότητα γράφω μία πρόταση μόνο με τα αρχικά της για τα οποία έχω κωδικούς, δεν λέω τι σημαίνουν, απλώς το ρήμα είναι με κεφαλαίο – ορίστε, μόλις σας αποκάλυψα έναν κωδικό! Μετά από καιρό μπορεί και να ξεχάσω τι είχα γράψει, αλλά εξακολουθεί να μου αρέσει σα μοτίβο. Δεν πειράζει. Αν τυχόν θυμηθώ τι ήθελα να πω και τι έγραψα, είναι ακόμα πιο ενδιαφέρον. Δυστυχώς δεν τα θυμάμαι πάντα.

 

Ο καλλιτέχνης γεννιέται ή γίνεται;

Καλλιτέχνης γεννιέσαι, δεν γίνεσαι. Έκανα πολλές σπουδές, ωστόσο δεν ένιωσα ότι έμαθα κάτι από εκεί. Δεν το λέω με έπαρση, αλλά όλα όσα μας μάθαιναν αισθανόμουν  ότι τα ήξερα ήδη. Κατά κάποιον τρόπο θεωρώ τον εαυτό μου αυτοδίδακτο. Πιστεύω μάλιστα ότι ένας καλλιτέχνης δεν χρειάζεται καν να αναφέρει στο βιογραφικό του τις σπουδές του. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι αμφισβητώ τους μεγάλους δασκάλους μου, όπως τον Τσαρούχη και τον Φασιανό.

 

Τι μάθατε από αυτούς;

Πολλά πράγματα που τώρα μου βγαίνουν υποσυνείδητα. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ο πρώτος δράκος που είδα ήταν σε μία λιθογραφία του Φασιανού.  Ή στον καραγκιόζη που βλέπαμε παιδιά. Όσο για τον Τσαρούχη, η ζωγραφική ήταν το τελευταίο πράγμα που θα σου μάθαινε! Μου άρεσε το χιούμορ του, η αντίληψή του. Ότι μάθαινα από αυτόν, το μάθαινα περιπατητικά. Περπατώντας μαθαίνονται τα πράγματα. Και τώρα βλέπω ότι βγαίνουν διάφορα που μου έλεγε, με τον τρόπο του. Ποτέ σαν δάσκαλος.

Εννοείται ότι όσο ζούσε ο Τσαρούχης δεν μπορούσα, δεν τολμούσα να κάνω έκθεση. Δεν είναι τυχαίο ότι έκανα την πρώτη μου έκθεση αφού έφυγε. Τον είχα γνωρίσει στο Παρίσι, στο λιθογραφείο όπου μάθαινα λιθογραφία με τον Αλέκο Φασιανό. Έζησα επτά χρόνια σ’ αυτή την πόλη και ουσιαστικά εκεί πρωτοήλθα σε επαφή με την τέχνη – με τις γκαλερί, με τους καλλιτέχνες. Αναγκάστηκα να γυρίσω πίσω λόγω στρατού. Επέστρεψα και καταστράφηκαν όλα (γέλια)… με την έννοια ότι δεν κράτησα καμία επαφή έκτοτε, παρ’ όλο που στο Παρίσι έκανα και την πρώτη μου έκθεση.

 

Έχετε φιλοτεχνήσει από κόσμημα μέχρι υπαίθρια μόνιμα εγκατεστημένα γλυπτά μεγάλων διαστάσεων. Ποιο είδος προτιμάτε;

Τα μεγάλα έργα είναι επίπονη και κοπιαστική διαδικασία. Νομίζω ότι πρέπει να ανήκουν στα βαρέα επαγγέλματα. Υποφέρουν και τα μάτια και η μέση, έχεις πάντα τραύματα. Ωστόστο, τα προτιμώ. Το ‘90 έκανα ένα έργο σε όλες τις διαστάσεις, από κόσμημα μέχρι 30 μέτρα. Τώρα πια από κόσμημα κάνω μόνο τα συλλεκτικά γούρια που μου τα ζητούν οι γκαλερί κάθε χρόνο. Έχω καταλήξει στα μεγάλα έργα, εκφράζομαι καλύτερα με αυτά.

 

Πώς προσεγγίζετε τα μεγάλα δημόσια έργα σε σχέση με ένα απλό γλυπτό;  

Στο μεγάλο έργο καλώς ή κακώς πρέπει να λαμβάνεις υπόψη σου τη γνώμη του περαστικού, διότι σ’ αυτόν απευθύνεται και από αυτόν πρέπει να γίνει αντιληπτό. Ανήκει στη γειτονιά, στην πόλη, στη χώρα – όχι σε σένα. Δεν μπορείς να πεις «είμαι καλλιτέχνης και κάνω ότι θέλω».   Έχει προδιαγραφές, τις οποίες εγώ δεν θέλω να έχω όταν κάνω γλυπτική, θέλω να είμαι ελεύθερος. Αλλιώς γίνομαι ντηζάϊνερ και πρέπει να υπολογίσω τα μέτρα, το ύψος κλπ. Η γλυπτική δεν έχει τέτοια. Στα μεγάλα δημόσια έργα οφείλεις να λάβεις υπόψη σου και  άλλα πράγματα, όπως το φως, τον περιβάλλοντα χώρο, την ασφάλεια, π.χ. να μην πέσει και χτυπήσει μία γιαγιά. Είναι βασικό αυτό. Δεν πρέπει να λέει ο καλλιτέχνης από έπαρση «κάνω ότι θέλω».

 

Διατηρείτε πάντα την «Κρύπτη», το εργαστήριό σας με τα «κρυμένα» έργα;

Α, μα εσείς ξέρετε πολλά!…(γέλια) Ναι, υπάρχει η Κρύπτη. Είχα μία παράξενη ιδιοτροπία. Δεν ήθελα με τίποτα να αποχωρίζομαι τα έργα μου. Θεωρούσα ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να κρατάει για πάντα δικό του ότι φτιάχνει. Με αποτέλεσμα ένα ατελιέ ασφυκτικά γεμάτο με κρυμμένα έργα,  εξ ου και το όνομα. Τα έφτιαχνα και τα καταχώνιαζα, τα παράχωνα παντού, σε απίθανα σημεία… αν φύγω, θα βρουν πολλά. Τελικά βρήκα λύση στο πρόβλημά μου. Όταν έδινα κάποιο έργο μου που αγαπούσα, έφτιαχνα άλλο ένα, όμοιό του και το κρατούσα για μένα. Κάπως έτσι τα συμβίβασα.

 

Πότε και πώς αποφασίσατε ότι στη ζωή σας θα ασχοληθείτε με την τέχνη;

Δεν το αποφάσισα, ήταν κάτι που ήλθε μόνο του. Με θυμάμαι, παιδί ακόμα, να περπατώ στους χωματόδρομους της Αθήνας κι όταν έβλεπα σίδερα να εξέχουν μέσα από τα θεμέλια μισογκρεμισμένων σπιτιών, ασυναίσθητα κάτι ένιωθα, ταραζόμουν, χωρίς να ξέρω γιατί. Μετά ανακάλυψα ότι αυτά ήταν τα μοντέρνα γλυπτά. Δεν υπήρχε κάποιος να μου το πει τότε, αλλά αισθανόμουν ότι το ήξερα.

Σας ευχαριστώ.

 

 

 

About Author

Back to top