Συνέντευξη του Άθα Χατζηϊωάννου

 

Από τη Βεγγάζη της Λιβύης στη Ρόδο κι από εκεί στην Ιταλία, στο Βερολίνο και πάλι στη Ρόδο. Αρχιτεκτονική, χορός και… dancing jewels! Η ζωή του Άθα Χατζηϊωάννου, όπως τη διηγήθηκε στην Ευρυδίκη Κοβάνη.

Γεννήθηκα στη Βεγγάζη της Λιβύης, το μέρος όπου βρέθηκε ο πατέρας μου μετανάστης από την Σύμη και ο πατέρας της μητέρας μου, όταν έφυγε με τους διωγμούς από τη Σμύρνη. Έχω όμορφες αναμνήσεις από
τα παιδικά μου χρόνια εκεί, με όλα τα παιδιά, Έλληνες και Άραβες, να παίζουμε μαζί και τις εκδηλώσεις της δραστήριας ελληνικής παροικίας. Βέβαια, κάποια στιγμή, επί Καντάφι, μας έδιωξαν. Τότε γυρίσαμε στη Ρόδο, όπου είχε συγγενείς ο πατέρας μου. 

Το όνειρό μου ήταν ανέκαθεν ο χορός. Όμως τη δεκαετία του ’70 η μόνη σχολή χορού στη Ρόδο δεν έπαιρνε αγόρια.  Στα δεκαοκτώ μου έφυγα για την Ιταλία. Επίσημα για να σπουδάσω αρχιτεκτονική, αλλά στην ουσία για να αφοσιωθώ στη μεγάλη μου αγάπη, στο χορό. Κάτι που έκανα για τα επόμενα 40 χρόνια, αρχικά σαν χορευτής, μετά σαν δάσκαλος και χορογράφος σε δημόσιες, ιδιωτικές σχολές χορού και θεάτρου και από το 1987 με τη δική μου σχολή και πολιτιστικό σύλλογο «Ανδρομέδα» κι ένα δικό μου στυλ σύνθεσης, όπου ο χορός είναι «σκέψη, επικοινωνία και αφήγηση».  

Παράλληλα με τον χορό με ενδιέφεραν όλες οι τέχνες: ζωγραφική, γλυπτική, μουσική… Πέρα από τις παραστάσεις και τις συμμετοχές σε φεστιβάλ με την ομάδα μου και τις σχολές όπου δίδασκα, παράλληλα διοργάνωνα σεμινάρια και εργαστήρια σύγχρονου χορού και χοροθέατρου σε πολλές ιταλικές πόλεις και συνεργάστηκα με θεατρικούς σκηνοθέτες.  Ασχολήθηκα με σκηνικά, κοστούμια, κίνηση σε θεατρικές παραστάσεις, μπήκα στο πνεύμα και εμπλουτίστηκα. Γέμισα μια βαλίτσα με πράγματα και ιδέες. 

Ο ελληνικός πολιτισμός και οι αρχιτεκτονικές μελέτες επηρέαζαν πάντα τα θέματά μου, τις χορογραφικές ενότητες, τις μουσικές επιλογές, τη σκηνογραφική εγκατάσταση και τη σύλληψη των κοστουμιών. Όλα τα διεθνή βραβεία που απόσπασα σαν χορογράφος ήσαν με ελληνικά θέματα και ελληνική μουσική (Χατζιδάκις, Σπανουδάκης, Μητσάκης). Όλα αυτά κράτησαν μέχρι το 2013 που έδωσα την τελευταία μου παράσταση στην Ιταλία και το 2014 μετακόμισα με τη σύζυγό μου στο Βερολίνο. Εκείνη στην Ιταλία είχε κατάστημα με αντίκες, κεραμικά, έπιπλα, είχε ειδικευθεί στο liberty και deco, με πολύ όμορφα πράγματα της δεκαετίας του ’20, ’30, ’40 και ωραίο design. Η οικονομική κρίση την χτύπησε αμέσως και το μαγαζί έκλεισε γρήγορα. 

Στο Βερολίνο πέραν του χορού ήθελα να δημιουργήσω κάτι το ξεχωριστό.  Οι αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια ξύπνησαν τότε μέσα μου. 

Ο πατέρας μου στη Βεγγάζη ήταν χρυσοχόος. Έφτιαχνε κοσμήματα από χρυσό και ασήμι για τους γάμους των μουσουλμάνων. Μου άρεσε να τον βοηθάω με τα μικρά μου χέρια κι αυτός μου έδινε οδηγίες στο τι να κάνω. Ξαναγυρνάνε αυτά κάποτε. 

Άρχισα να συναρμολογώ κοσμήματα από ετερόκλητα υλικά, όπως χάνδρες διαλεγμένες απ’ όλο τον κόσμο, γυαλιά, κουμπιά, κλειδιά, κοχύλια και κομμάτια από παλιά ρούχα. Ήθελα να τα φωτογραφίσω στην Ελλάδα, με το δικό μας φως και ήλιο, για να τα προωθήσω μέσα στο διαδίκτυο. Τυχαία, τα είδε μια φίλη μου από Θεσσαλονίκη, όταν ήλθε στην Ρόδο. Είχα να τη δω πάρα πολλά χρόνια, από τότε που ήμασταν συμφοιτητές στη Ρώμη στην αρχιτεκτονική. Της άρεσαν και με βοήθησε να τα προωθήσω μέσα από τις γνωριμίες της. Τα πρώτα μου δημιουργήματα ήταν διαφορετικά μεταξύ τους, ατάκτως εριμμένα, χωρίς συγκεκριμένη γραμμή. Η γοητεία τους ήταν ότι το κάθε υλικό ήταν παλιό και αυθεντικό, με τη δική του ιστορία.

Στο επόμενο βήμα, αναζήτησα θέμα για να κάνω κάτι ενιαίο. Διάλεξα δύο κομμάτια, ένα με κλειδί κι ένα με αστερία κι άρχισα να φτιάχνω περιδέραια. Έτσι προέκυψε η σειρά με τα «κλειδιά της Πανδώρας» και η σειρά της “Αμφιτρίτης”.

Η πρώτη μου έκθεση έγινε το 2017 στην Καλαμαριά στον πολυχώρο  “Zak Expose” μαζί με ένα φίλο Γερμανό που έκανε κολλάζ και φωτογράφιζε σκουριές. Ήταν το πρώτο εκτός  Ρόδου  βάπτισμα γνωριμίας της τέχνης μου με το κοινό. Η επιτυχία αυτής της έκθεσης, οι ευμενείς κριτικές και τα σχόλια με ώθησαν να κάνω σχέδια και να στήσω το σκηνικό για μια “παράσταση” κοσμημάτων στον τόπο μου. 

Για την υλοποίηση αυτής της τολμηρής απόφασης με βοήθησαν, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, η  φίλη μου Μαρία Τυραδέλη, που μετά από χρόνια απουσίας μου από την Ρόδο, με γνώρισε με την τέχνη του συμμαθητή μου στο γυμνάσιο Μιχάλη Βομβύλα. Ο Μιχάλης μου έφτιαξε και την αφίσα της έκθεσης στην Θεσσαλονίκη. Η πρόξενος της Γαλλίας Κα Αλίκη Μοσχή-Γκωγκέ, με την ιδέα να παντρέψω το κόσμημα με την ζωγραφική, συνέβαλε σε αυτήν την “παράσταση” και στο να συνεκθέσω με τον δημιουργό της αφίσας. Για αυτό τον σκοπό μας παραχώρησε μετά και από την συναίνεση της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, το Κατάλυμα της Γαλλίας στην μεσαιωνική πόλη της Ρόδου. 

Στο στήσιμο της έκθεσης δεξί μου χέρι είχα τον αδερφό μου, που με τις κατασκευές του υλοποίησε τα σχέδιά μου για την διαμόρφωση του χώρου και την παρουσίαση των έργων μου.

Το θέμα της έκθεσης, «Τα Κλειδιά της Πανδώρας», είναι μια συλλογή από περιδέραια φτιαγμένα με γυαλί, μουράνο, κεραμικά, με κοινό ότι όλα έχουν ένα κλειδί… παλιά, σκουριασμένα κλειδιά από παλαιοπωλεία, πατάρια, σπίτια κλπ. Όπως και με τις χορογραφίες μου, εξακολουθώ να γοητεύομαι από τον ελληνικό πολιτισμό.  Έξι από τα περιδέραια είναι εμπνευσμένα από τη Λιβύη και τις πέντε αρχαίες ελληνικές αποικίες στην ανατολική της ακτή, την Κυρηναϊκή Πεντάπολη. ‘Ενα άλλο θέμα είναι τα περιδέραια της μυθικής Αμφιτρίτης, εκείνα από τον μύθο της Αράχνης και από την νεότερη μας ιστορία τους πήρα τον ρόλο που έπαιζαν τα κομπο-λόγια.

Με τον Μιχάλη Βομβύλα βάλαμε και οι δύο μας την αγάπη και το μεράκι στο στήσιμο αυτής της έκθεσης με την υπόσχεση να την διακόψουμε αν έστω και ένα άτομο δεν βγει με ένα χαμόγελο στα χείλη από αυτήν. 

Ελπίζω ο κόσμος να απολαύσει αυτήν την παράσταση. 

O ‘Αθας γεννήθηκε στην Βεγγάζη το 1956.  

Το 1970 μετοίκησε στη Ρόδο. Το 1974 αποφοίτησε από το Βενετόκλειο γυμνάσιο κι έφυγε για να σπουδάσει αρχιτεκτονική στο πανεπιστήμιο της Ρώμης και ταυτόχρονα χορό, στον οποίον και αφοσιώθηκε. Διαπρέπει σα χορευτής, δάσκαλος και χορογράφος, αναπτύσσοντας ένα δικό του στυλ σύνθεσης, όπου ο χορός είναι “σκέψη, επικοινωνία και αφήγηση”. Η σχέση του με τον ελληνικό πολιτισμό και τις αρχιτεκτονικές μελέτες επηρεάζει μέρος των έργων του στα θέματα, στις χορογραφικές ενότητες, στις μουσικές επιλογές, στη σκηνογραφική εγκατάσταση και στη σύλληψη των κοστουμιών. 

Το 1987 ιδρύει πολιτιστικό σύλλογο και σχολή χορού με το όνομα “Ανδρομέδα” και το 1989 δική του ομάδα χορού με τους χορευτές της σχολής του. Μέχρι το 2013 ζει στην Ιταλία, όπου χορογραφεί, συμμετέχει σε φεστιβάλ, δίνει παραστάσεις, διοργανώνει σεμινάρια σύγχρονου χορού και χοροθέατρου, συνεργάζεται με θεατρικούς σκηνοθέτες και αποσπά σημαντικά διεθνή βραβεία, όλα με ελληνικά θέματα και ελληνικές μουσικές.

Το 2014 μετακομίζει στο Βερολίνο, όπου ανακαλύπτει νέο τρόπο έκφρασης: την δημιουργία κοσμημάτων.

Το 2017 κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση κοσμήματος στη Θεσσαλονίκη. 

Η έκθεση «Τα κλειδιά της Πανδώρας» αποτελεί την πρώτη του απόπειρα να αναδείξει τα δημιουργήματά του στον τόπο του.

 

 

 

DANCING JEWELS        

Υπάρχει πάντα ένα νήμα που ενώνει τις εμπειρίες και τις επιλογές μας. Άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο ορατό. Κάποιες φορές, η ματιά των άλλων, παρακολουθεί με μεγαλύτερη διαύγεια την δική μας διαδρομή, απλά και μόνο επειδή εμείς είμαστε επικεντρωμένοι σε ότι τραβάει την προσοχή μας, την κάθε δεδομένη στιγμή.

Γνωρίζω τον Άθα πολλά χρόνια, χρόνια μοιρασμένα στην δουλειά και στο πάθος για χορό, μα πάνω απ’ όλα, μέσω μιας βαθιάς και πολύτιμης φιλίας. Πάντα με γοήτευε και μου διέγειρε την περιέργεια, η έμφυτη, αυθόρμητη δεξιότητα που αδιάλειπτα συνόδευε την δημιουργικότητά του. 

Τον φέρνω μπροστά μου ολοζώντανο, στα παιδικά του χρόνια στην Βεγγάζη, με τα σταθερά και ακριβή του χέρια, να βοηθάει τον χρυσοχόο πατέρα του, που δημιουργούσε κοσμήματα για τους γάμους των μουσουλμάνων. 

Τον θυμάμαι τόσο έντονα να αφιερώνεται με μεγάλο επαγγελματισμό, μαεστρία και αστείρευτη ενέργεια, σε κάθε φάση πραγματοποίησης ενός θεάματος. Μέσα από την εξειδίκευσή της κίνησης αλλά και του στησίματος της χορογραφίας αλλά κυρίως όταν δημιουργούσε σκηνογραφίες με τις οποίες οι χορευτές αλληλοεπιδρούσαν, διαφαινόταν η επιρροή των σπουδών του στην Αρχιτεκτονική Σχολή της Ρώμης. Μέχρι και τα σκίτσα για κουστούμια, που συχνά, ενώ ήταν ήδη ραμμένα, συμπλήρωνε και τελειοποιούσε. Κάποια τα δημιουργούσε εξ ολοκλήρου ο ίδιος.

Τώρα πλέον, μου φαίνεται τόσο φυσικό και οικείο να βλέπω την κατάδυσή του στο δημιουργείν θαυμαστών κοσμημάτων. Μέσω της πλαστικότητας στα σχέδια και στις επιλογές των υλικών,  βλέπω και αισθάνομαι πάντα την κίνηση, ένα χορό που επιθυμεί ακόμα να διηγηθεί ιστορίες. Τα χέρια του αφουγκράζονται  και ξαναεφευρίσκουν τα αντικείμενα και τον χώρο γύρω τους, δίνοντας φωνή στην πολυεδρική του δημιουργικότητα.

Κι αν χρειαστεί να επιλέξω ένα μοναδικό αντικείμενο που να διηγείται την ιστορία του Άθα, αυτό θα ήταν μία βαλίτσα. Όχι μόνο λόγω της αγάπης του για κάθε είδους ταξείδι και γνώση, μα πάνω απ’ όλα για το ότι κουβαλάει στα μύχια της ψυχής του, την δική του ιστορία, την δική του θάλασσα, την δική του Ελλάδα.

Deborah Messina (χορογράφος, χορεύτρια)

 

About Author

Back to top