Συνέντευξη του Ζαχαρία Αγγελάκου

Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη Ζαχαρία Αγγελάκο με αφορμή το Δεκαήμερο Αρχαίου Δράματος και την θεατρική παράσταση “Αντιγόνη”.

                                                                                                         Συνέντευξη στην Ευρυδίκη Κοβάνη

Πώς προέκυψε το Δεκαήμερο Αρχαίου Δράματος στη Ρόδο;

Είναι ένα παλιό όνειρο που επανέρχεται. Πριν από επτά χρόνια, όταν πρόεδρος του ΔΟΠΑΡ ήταν ο Σάββας Διακοσταματίου, ξεκινήσαμε την προσπάθεια να καθιερώσουμε το Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος στη Ρόδο. Του πρότεινα να ανεβάσουμε σαν πρώτο έργο τις Τρωάδες του Ευρυπίδη, μία παράσταση που όντως παίχτηκε επί δύο χρόνια με μεγάλη επιτυχία, όπως έδειξαν όχι μόνον οι κριτικές, αλλά κυρίως τα σχόλια των ξένων και ντόπιων θεατών στο βιβλίο εντυπώσεων (αν και αυτοί που θα έπρεπε να ενδιαφερθούν να τα διαβάσουν δεν το έκαναν). Τον δεύτερο χρόνο ανεβάσαμε με τεράστια επιτυχία τον Πλούτο του Αριστοφάνη, μία παράσταση που παίχτηκε δύο χρονιές εδώ κι επιπλέον γύρισε όλη την Ελλάδα και πήρε κι αυτή διθυραμβικές κριτικές.

Δυστυχώς, ο επόμενος πρόεδρος του ΔΟΠΑΡ δεν ήθελε να συνεχίσει το αρχαίο δράμα. Έτσι, επί δύο χρόνια σταματήσαμε, ενώ για να γίνει κάτι θεσμός πρέπει να μη διακόπτεται, να έχει μία συνέχεια, ώστε να καθιερωθεί στη συνείδηση του κόσμου το ότι στην πόλη γίνεται αυτό, καθώς και για ποιο σκοπό γίνεται.

Η Ρόδος είναι το πιο πολυπολιτισμικό μέρος της Ελλάδας. Από εδώ περνάει όλος ο κόσμος. Είναι αδιανόητο να μην προβάλει, πέρα από όλα τα άλλα που έχει, τον λόγο του αρχαίου δράματος. Διότι η αρχαία Ρόδος, τα κτίρια και τα αγάλματά της έχουν χαθεί, τα βλέπουμε μόνο στα βιβλία. Δυστυχώς οι κατακτητές μας όλα αυτά τα αλλοίωσαν. Μας έδωσαν βέβαια κάτι άλλο, τη μεσαιωνική πόλη, αλλά γκρέμισαν την αρχαία Ρόδο που ήταν πολύ ανώτερη. Από ότι έχω διαβάσει υπήρχαν στη Ρόδο στην αρχαιότητα 3.000 κολοσσοί. Κολοσσός λεγόταν το άγαλμα που ήταν πάνω από 3 μέτρα. Μάλιστα τα άλματα εμπόδιζαν τον κόσμο να περάσει.

Όμως ο αρχαίος και ο νέος ελληνικός λόγος που είναι συνέχεια και εξέλιξη των αρχαίων,  δεν μπορεί να γκρεμιστεί εύκολα. Όσο κι αν προσπάθησαν, δεν μπόρεσαν ούτε να τον γκρεμίσουν, ούτε να τον καταστρέψουν, ούτε να τον αφανίσουν. Πήραν φράσεις, λέξεις, έννοιες, αλλά ο κορμός έμεινε. Κι επειδή το αρχαίο δράμα είναι το μπουντέλι της γλώσσας μας θα λέγαμε, η ποίηση των αρχαίων ελληνικών είναι τόσο μεγάλη που δεν μετριέται, ούτε και μεταφράζεται εύκολα. Ας μεταφράσουμε το «έρωτα ανίκατε μάχαν». Τι θα πει; Αυτοί ήξεραν τι έλεγαν, αλλά εμείς πώς θα το μεταφράσουμε; Έρωτα που δε νικιέσαι στη μάχη; Μα αφού ο έρωτας δεν κάνει μάχη. Ποτέ. Νικάει χωρίς μάχη. Ανίκητε στον πόλεμο; Αφού ούτε πόλεμο κάνει. Η γλώσσα μας είναι τόσο όμορφη που θα έπρεπε, αν όχι να γυρίσουμε πίσω, γιατί αυτό δεν γίνεται, τουλάχιστον να κρατάμε τις ρίζες μας, να έχουμε επαφή μαζί τους, έστω με τη μετάφραση, διότι όταν ο μεταφραστής είναι καλός, μπορεί να αποδώσει το νόημα. Η σημερινή ελληνική γλώσσα, όπως και η αρχαία, είναι νοηματική, ενώ όλες οι άλλες είναι συμβατικές. Συμφώνησαν απλά να λέμε το τραπέζι “table”, την πόρτα “door”, το παράθυρο “window”. Ενώ σε εμάς όλα σχετίζονται, έχουν μία αρμονία. Κι αυτή η αρμονία είναι η γενεσιουρός αιτία όλου του πολιτισμού. Και πρέπει να ανθίζει.

Όταν άλλαξε ο πρόεδρος του ΔΟΠΑΡ και ανέλαβε ο κ. Στέφανος Κυριαζής, του έκανα πάλι την πρόταση για το φεστιβάλ αρχαίου δράματος κι επειδή είναι ανοιχτό μυαλό κι ας μην έχει σχέση με την τέχνη, η ιδέα του άρεσε πάρα πολύ. Το συζήτησε και με τον δήμαρχο και με τον κ. Διακοσταματίου κι έτσι ξεκίνησε να γίνει το Δεκαήμερο Αρχαίου Δράματος με την Αντιγόνη. Τους ευχαριστώ και τους τρεις. Ελπίζω ότι αυτή τη φορά θα συνεχίσει.

Με τι κριτήριο διαλέξατε να ανεβάσετε την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή;

Την επέλεξα γιατί θεωρώ ότι η Αντιγόνη είναι η πιο σύγχρονη τραγωδία, αφού περιέχει ένα στοιχείο που δεσπόζει στις μέρες μας: το στοιχείο της αλαζονείας. Ο Σοφοκλής το λέει και για τον Κρέοντα και για τον Δία, τους οποίους ταυτίζει σε ένα χορικό. Δύο άρχοντες που καταδυναστεύουν μέσα από την έπαρση.

Το τραγικό πρόσωπο εδώ δεν είναι η Αντιγόνη, αλλά ο Κρέοντας που ξεκινάει με την ύβρη προς τον νεκρό. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι ο νεκρός δεδικαίωται, δεν μπορείς να τον αγγίξεις πλέον και όποιος πειράξει τον νεκρό είναι σαν να πειράζει τους θεούς. Ο Κρέοντας ήθελε να τιμωρήσει ένα πτώμα. Κάτι που δεν ήταν ούτε ηθικό, ούτε παλληκαρίσιο, μόνον έκφραση της αλαζονείας. Είναι παλληκαριά να σκοτώνεις ένα πτώμα;

Δεν είναι τυχαίο το ότι η Αντιγόνη είναι πασίγνωστη σε όλο τον κόσμο, όπως κι οι Πέρσες. Ίσως αυτές οι δύο είναι οι καλύτερες τραγωδίες, χωρίς να υπολείπονται και οι Τρωάδες του Ευρυπίδη. Όλες οι τραγωδίες δίνουν πολιτικά διδάγματα. Ο Σοφοκλής, όπως διάβασα, έγραψε την Αντιγόνη, όταν ο Περικλής σε μια μάχη στην Εύβοια είχε κάνει κάποιες ατασθαλίες – τις έκανε κι αυτές η δημοκρατία του. Ήταν λοιπόν ένα μήνυμα προς τον Περικλή: πρόσεχε. Ο Σοφοκλής ανήκει στους ιδεαλιστές, στους θεοκρατικούς, όπως κι ο Αισχύλος. Το θείο είναι η κορυφή. Ο Ευρυπίδης τείνει προς τον Ηράκλειτο, «τα πάντα ρει» και αμφισβητεί και τους θεούς. Ο Αριστοφάνης πάλι, είναι μάλλον ολιγαρχικός.

Πρωταγωνιστής όμως εδώ είναι κι ο χορός. Λέει – και τον έχω βάλει να το επαναλαμβάνει πολλές φορές στην παράσταση «πολλά ΄ναι τα θάματα, πιο θάμα απ’ τον άνθρωπο, τίποτα». Τα θαύματα της φύσης είναι πολλά, το μεγαλύτερο είναι ο άνθρωπος, γιατί μπορεί να κάνει τα πάντα και να καταστρέψει τα πάντα. Είναι τεράστια η φιλοσοφία του Σοφοκλή σ’ αυτό το χορικό. Μιλάει για τον άνθρωπο που κάνει τα πάντα, οργώνει με τα αλέτρια, κατάφερε να βάλει στον τράχηλο του αλόγου το χαλινάρι, να τα βάλει με το βούβαλο, με τα άγρια θηρία, όμως τον εαυτό του δεν μπόρεσε να τον δαμάσει. Πότε πάει ο νους του στο καλό και πότε στο κακό, μια εδώ και μια εκεί…

Μιλάει επίσης για την αλαζονεία των Αργειτών που πήγαν να καταλάβουν τη Θήβα. Άσχετα αν ο Πολυνίκης είχε δίκιο ή όχι, επιτέθηκε στην πόλη του. Είχε δίκιο, γιατί δεν του έδωσε ο αδελφός του το βασίλειο. Αλλά και πάλι, δεν μπορείς να επιτεθείς στην πόλη σου, είναι λάθος. Προσπαθείς με άλλους τρόπους. Από την άλλη, ούτε κι ο Κρέοντας είχε δικαίωμα να τον αφήσει άταφο.

Άλλο στοιχείο. Ο Μενοικέας, ο πρώτος γιός του Κρέοντα, έπεσε από τα τείχη για να σώσει τη Θήβα. Έβγαλε χρησμό το μαντείο (παντού ανακατεμένο το μαντείο και οι ιερείς…) ότι για να σωθεί η Θήβα, πρέπει να θυσιαστεί ένας από τη γενιά κι όταν το έμαθε ο Μενοικέας πήγε κι έπεσε από τα τείχη και σκοτώθηκε. Η έννοια της αυτοθυσίας.

Το μεγάλο θύμα όμως χωρίς να φταίει σε τίποτα, που έχει μία πολύ μικρή σκηνή, είναι η Ευρυδίκη, η γυναίκα του Κρέοντα, που έμεινε χωρίς παιδιά – και τα δύο σκοτώθηκαν. Ζει όλη αυτή τη δυστυχία και, όταν μαθαίνει τα νέα – κι εδώ φαίνεται το μεγαλείο του συγγραφέα – δε λέει λέξη, ούτε εκφράζεται, ούτε ξεσπάει τον πόνο της. Αποσύρεται μέσα και αυτοκτονεί. Την κοπέλα που την ερμηνεύει την έχω εντελώς άχρωμη. Είναι δύσκολο να το πετύχει ένας ηθοποιός.

Σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής στην ίδια παράσταση. Δεν είναι δύσκολος συνδυασμός;

Πολύ, αλλά το έχω ξανακάνει. Βέβαια κάποτε ο άνθρωπος καταρρέει από την πολλή κούραση. Εδώ και τρεις μήνες κοιμάμαι 4-5 ώρες την ημέρα. Όλα περνάνε από μένα. Δεν είναι μόνον ότι παίζουν τόσα άτομα αλλά και πολλοί πρώτη φορά τραγωδία, δεν την ξέρουν και πρέπει να τη μάθουν. Είναι οι νέοι ηθοποιοί από το εργαστήριο Μάνος Κατράκης. Τους συμβουλεύω να το πάρουν χαλαρά και να μη γίνει αλαζονική η επιτυχία που είμαι σίγουρος ότι θα έχουν. Όλα τα παιδιά είναι ταλαντούχα και δίνουν αγάπη σ’ αυτό που κάνουν. Με ανέχτηκαν, με άκουσαν και θέλω να τους ευχαριστήσω. Είμαι λίγο σκληρός στις πρόβες, νευριάζω, χωρίς κακία φυσικά, αλλά από τελειομανία. Θέλω π.χ. να μιλάμε σωστά. Ακούω στην τηλεόραση ηθοποιούς να μιλάνε χωρίς να μπαίνει τελεία. Η κατάργηση του συντακτικού είναι μέγα λάθος.

Ποιο είναι κατ’ εσάς το πιο σημαντικό στοιχείο στο θέατρο;

Ο λόγος και η έκφραση. Όχι μόνον η ένταση κι ο τονισμός, αλλά και η έκφραση με το πρόσωπο, με μία χειρονομία, με μία κίνηση. Κι ο χορός έχει λόγο, αν και βουβός. Το θέατρο τα συνδυάζει όλα αυτά. Το ηχόχρωμα της φωνής, η ενέργεια που μπορείς να τη βγάλεις από μέσα σου όχι μόνο με την κίνηση, αλλά και μέσα από την καρδιά σου. Βγάζεις το συναίσθημα έξω με το ηχόχρωμα της φωνής σου. Επίσης σημαντική είναι η κινησιολογία. Δεν είμαστε βέβαια χορευτές να κάνουμε επίδειξη χορού και ικανοτήτων, αλλά χρησιμοποιούμε όλα αυτά τα μέσα.

Τι συμβουλεύετε τους νέους ηθοποιούς;

Η τέχνη θέλει πολλή αφοσίωση κι αγάπη κυρίως προς τον ίδιο σου τον εαυτό πρώτα για να μπορέσεις να τη μεταδώσεις κι έξω. Κάθε άνθρωπος γεννιέται με μία ευαισθησία και το θέμα είναι πώς και σε ποιο δρόμο την αναπαράγεις. Όταν είσαι πολύ ευαίσθητος η τέχνη σε επηρεάζει και πολλές φορές μπορεί να γίνει και καταστροφική. Όμως σου δίνει τη δυνατότητα να δέχεσαι καταστάσεις και συναισθήματα που δεν είναι μεν δικά σου, είναι κάποιου άλλου που τα έγραψε, αλλά εσύ έχεις τη δυνατότητα να τα φιλτράρεις και να τα βγάλεις προς τα έξω βάζοντας μέσα και τη δική σου προσωπικότητα – γι’ αυτό δεν είναι ποτέ ίδιος ο Κρέοντας. Καθένας είναι διαφορετικός. Μπορεί όμως όλοι να είναι καλοί ή και όλοι κακοί.

Το θέατρο είναι η συνισταμένη των τεχνών και ψυχοθεραπευτικό. Είναι όμως και αγχωτικό. Αν δεν έχεις τη δύναμη να αποβάλεις το άγχος που σου δημιουργεί το θέατρο μπορεί να πάθεις κατάθλιψη. Πρέπει ένας ηθοποιός να κρατάει τις ισορροπίες και να έχει στο νου του ότι δεν πρέπει να στενοχωριέται για δύο πράγματα: για ότι διορθώνεται και ότι δεν διορθώνεται. Αν το τηρήσεις δεν θα πάθεις ποτέ μελαγχολία. Και αποτυχίες και επιτυχίες υπάρχουν πάντα.  

Πώς σας φαίνεται η τάση εκμοντερνισμού του αρχαίου δράματος από κάποιους σκηνοθέτες;

Ορισμένες από αυτές τις παραστάσεις έχουν νόημα και λόγο. Όσον αφορά την ενδυματολογία, όταν ο Σοφοκλής έγραψε την Αντιγόνη, την έπαιζαν με τα κοστούμια που φορούσαν τότε οι ίδιοι. Δεν ήξεραν τι φορούσε ο Κρέοντας πριν χίλια χρόνια. Η ενδυματολογία λοιπόν δεν παίζει κανένα ρόλο – μπορεί να είναι και με μπλουτζήν και κοστούμια και μαύρα. Δεν αλλοιώνεται το νόημα. Το κυριότερο είναι να είναι ουδέτερη γιατί το έργο είναι διαχρονικό. Δεν μπορεί ο Κρέοντας να βγει με τσιμπούκι και η Κλυταιμνήστρα με βεντάλια. Ας πούμε, αυτό που έκανε ο Μαρκουλάκης να παρουσιάζει την Κλυταιμνήστρα με γένια είναι ύβρις προς το αρχαίο δράμα, το ευτελίζει. Παύει να έχει τη σοβαρότητά του.

Δεν επιτρέπεται όμως να κατακρεουργείς τον λόγο. Πρέπει να τον σεβόμαστε. Είναι ιερός ο λόγος του αρχαίου δράματος και δεν χωράει καθόλου μα καθόλου επέμβαση, ούτε να διορθώσουμε ακόμα και τον μεταφραστή, πόσο μάλλον το αρχαίο κείμενο.

Θα πω και κάτι ακόμα. Όχι ότι είμαι εναντίον της μουσικής, ίσα-ίσα. Σε αρχαιολογικούς χώρους π.χ. στο αρχαίο στάδιο, δεν επέτρεψαν σε εμάς να ανεβάσουμε την Αντιγόνη διότι ήταν βαρύ το σκηνικό, ωστόσο επέτρεψαν στον Χαρούλη να παίξει με εκείνα τα ντεσιμπέλ που βλέπεις τις πέτρες να τραντάζονται όταν παίζουν. Αυτά φέρνουν μια φθορά στην πέτρα. Ίσως η αρχαιολογία πρέπει να το ξαναδεί και να μπει όριο στα ντεσιμπέλ.  Από τη μία επιτρέπουν τα ντεσιμπέλ και από την άλλη λένε το φλας κάνει κακό.

Μιλήστε μου λίγο για το θέατρο Νοτίου Αιγαίου. Πότε ξεκίνησε;

Ξεκίνησε το 1976 σαν Οργανισμός Δωδεκανησιακού Θεάτρου, μετά ονομάστηκε Δωδεκανησιακό Θέατρο και σήμερα Θέατρο Νοτίου Αιγαίου. Συμπληρώνουμε σαράντα δύο χρόνια. Από τότε ονειρεύομαι και θέλω να ριζώσει στη Ρόδο το αρχαίο δράμα. Είναι πρόκληση και χαρά για μένα που, μετά από τόσα χρόνια, ξαναπαίζω τώρα τον Κρέοντα, αυτή τη φορά με Αντιγόνη την κόρη μου και με βοηθό του Τειρεσία τον εγγονό μου. Το 1971 άφησα τη συνεργασία μου με τον Μάνο Κατράκη για να έλθουμε εδώ στη Ρόδο με τον Μίγκα κλπ., να κάνουμε το αρχαίο δράμα. Κράτησε τότε 4 χρόνια, μας σταμάτησαν, διακόπηκε, δεν ξανάρχισε. Έκανα πάλι μια προσπάθεια το 1982, κάναμε μια παράσταση, πήγαμε στη Στοκχόλμη στη Σουηδία, όπου μας κάλεσαν εκεί σε ένα διεθνές φεστιβάλ. Είχε επιτυχία, αλλά όταν κάτι κόβεται ξεχνιέται. Πρέπει να είναι συνεχές. Βλέπεις πράγματα όχι πολύ σημαντικά, που επειδή επιμένουν και το κάνουν συνέχεια, τελικά καθιερώνονται –  π.χ. το ζύμωμα ενός ψωμιού. Κι εδώ έχουμε ογκόλιθους και δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι μόνιμο. Ελπίζω να υπάρξει συνέχεια. Δεν θα είμαι βέβαια εγώ στην πορεία – μακάρι να υπάρξουν άλλοι συνεχιστές.

Προσκαλέσατε και τους εκπαιδευτικούς να παροτρύνουν τους μαθητές να δουν την παράσταση.

Βεβαίως, διότι το πιο σημαντικό στοιχείο στην κοινωνία μας είναι τα παιδιά και οι νέοι. Και κάτι ακόμα.  Το θεατρικό εργαστήρι Μάνος Κατράκης κι εγώ προσωπικά κάνω πρόταση σε όλους τους φιλόλογους των λυκείων να φέρουν τις τάξεις τους να μιλήσουμε για την αρχαία τραγωδία  και το δράμα, να βάλουμε τα νέα παιδιά στη μαγεία του θεάτρου, να μάθουν τις ρίζες μας, που είναι βαθιές και δεν ξεριζώνονται εύκολα, αν και πολλοί προσπάθησαν. Έχουμε μια ρίζα πολύ βαθιά που δεν βγαίνει, τη γλώσσα μας. Όσο αυτή κρατάει ο ελληνισμός αντέχει.

Εγώ είμαι διαθέσιμος είτε να έλθουν, είτε να πάω στα σχολεία. Αλλά καλύτερα να έλθουν στο εργαστήρι που είναι ένας υπέροχος χώρος και θα τους μυήσει και στην ατμόσφαιρα του θεάτρου.

Υπάρχει καλλιτεχνικό δυναμικό στο νησί μας;

Πολύ μεγάλο. Στη Ρόδο υπάρχουν άνθρωποι και παιδιά ταλαντούχα, με κέφι και μεράκι σε όλους τους τομείς. Τους λείπει μόνον η εκπαίδευση, η διδασκαλία. Υπάρχουν θεατρικές ομάδες που προσπαθούν με αγάπη και κοπιάζουν, αλλά δε διδάσκονται σωστά. Πολλές σκηνοθετούνται, εντάξει. Αλλά η σκηνοθεσία δεν είναι διδασκαλία. Παίζουν κάτι γιατί τους είπε να το κάνουν έτσι ο σκηνοθέτης, χωρίς να ξέρουν γιατί, πού είναι η πηγή, πού είναι η ρίζα. Εδώ είναι ένα θέμα, γι’ αυτό και δεν γίνονται ποτέ ηθοποιοί. Δεν εννοώ επαγγελματίες, διότι για μένα επαγγελματίας δεν υπάρχει. Όπως έχω πει, από τη στιγμή που ένας καλλιτέχνης γίνεται επαγγελματίας δεν είναι πια καλλιτέχνης. Όπως κι ο πολιτικός, από τη στιγμή που γίνεται επαγγελματίας πολιτικός, δεν είναι πολιτικός. Το ίδιο ο καθηγητής, ο δάσκαλος. Αυτά είναι λειτουργήματα, όχι επαγγέλματα. Αν χάσουν την ιδιότητά τους αυτή, παύουν να υπάρχουν. Δυστυχώς σήμερα αν πάρουμε τους πολιτικούς μας, σχεδόν όλοι είναι επαγγελματίες, γι’ αυτό και δεν πάμε καλά. Δεν υπάρχει ένας Καποδίστριας, ένας Βενιζέλος. Όπως κι οι καθηγητές. Στα χρόνια μου οι καθηγητές μας παρέδιδαν το μάθημα, μας εξηγούσαν, έκαναν συζήτηση μαζί μας. Δεν μας έλεγαν διαβάστε από εκεί μέχρι εκεί, γιατί εμείς βέβαια τότε δεν είχαμε και βιβλία. Τα βιβλία τα αγοράζαμε και λεφτά δεν υπήρχαν, οπότε οι καθηγητές υποχρεώνονταν να μας διδάσκουν το μάθημα. Διδασκαλία δεν είναι να του πεις «διάβασε αυτό κι έλα να μου τα πεις». Τότε είσαι εξεταστής πια, δεν είσαι δάσκαλος. Διδασκαλία σημαίνει το μάθημα να το αφηγηθείς, να το εξηγήσεις, να συνομιλήσεις με τον μαθητή, να κάνεις συζήτηση μαζί του, να τον μάθεις να σκέφτεται. Όταν ο Φίλιππος πήγε στον Αριστοτέλη να δει ποιον φιλόσοφο θα διαλέξει για τον Αλέξανδρο, τον είδε που έκανε την περιπατητική και μιλούσε με τους μαθητές του. Δεν καταλάβαινε τι έκανε και τον ρώτησε: καλά, εσύ τι τους διδάσκεις βρε παιδί μου, τι τους μαθαίνεις; Κι ο Αριστοτέλης απάντησε: να σκέφτονται. Είναι το πιο σημαντικό. Να μάθει ο νέος να σκέφτεται!

Ένας δάσκαλος του θεάτρου τι πρέπει να διδάξει τους μαθητές του;

Ο δάσκαλος του θεάτρου πρέπει να διδάξει στον μαθητή δύο πράγματα. Πρώτον, το ήθος του θεάτρου, διότι το θέατρο έχει το δικό του ήθος, πολύ αυστηρό και δύσκολο.

Δεύτερον τον λόγο, τα μέσα έκφρασης. Έχουμε 52 μέσα έκφρασης που θέλουμε να τα ανακαλύψουμε και να τα αναπτύξουμε. Τα χρησιμοποιούμε ασυναίσθητα χωρίς να τα έχουμε εντοπίσει. Στη ζωή μας με όλα αυτά εκφραζόμαστε. Ο ηθοποιός πρέπει να τα εντοπίζει γιατί είναι εργαλεία που μπορεί να χρησιμοποιήσει. Ένας δάσκαλος υποκριτικής δείχνει αυτά και άλλα πολλά. Υπάρχουν κι άλλοι δάσκαλοι, μουσική, κίνηση, χορογραφία, όλα αυτά είναι μέσα στο θέατρο. Ακόμα και το σενάριο θα μπορούσα να πω, το θεατρικό έργο, ας μην πάμε στον κινηματογράφο. Μουσική, χορός και λόγος είναι τα τρία πιο σημαντικά χαρακτηριστικά, πέρα βέβαια από τη ιστορία του θεάτρου που οπωσδήποτε πρέπει να την ξέρουμε. Και αρκετά άλλα που έρχονται στην πορεία. Πώς θα διαβάσεις ένα θεατρικό έργο, για παράδειγμα. Υπάρχει ανάγνωση και μελέτη. Διαβάζω ένα κείμενο, άλλο σημαίνει το κάνω ανάγνωση κι άλλο το μελετάω. Η μελέτη είναι μεγάλη υπόθεση. Αν απλά διαβάζω, υπάρχουν εκεί μέσα διαμάντια που δεν τα βλέπουμε εκ πρώτης όψεως. Πρέπει να κοιτάξουμε πολύ πιο προσεκτικά για να τα ανακαλύψουμε κι αυτή είναι η ουσία.

Πώς θέλετε να κλείσουμε αυτή τη συνομιλία;

Θέλω να ευχαριστήσω τον θίασο, όλα τα παιδιά, τον Αντώνη Κυζούλη για την υπέροχη μουσική που έγραψε για την παράσταση, την Έλλη Παρασκευά και την Μαρία Μανουκιάν με την πολύτιμη συμβολή τους στην κινησιολογία, την Άντζελα Σπανού για τη διδασκαλία μουσικής και πιάνο, την Ανδρομάχη Μπαζούκη για το εκπληκτικό σκηνικό, την Ελένη Αρτίκη για τα κοστούμια, τον Αλέξανδρο Λουϊζίδη που μας έφτιαξε το video και όλους τους συντελεστές, φανερούς και αφανείς αυτής της δουλειάς.

Είναι καθαρά ένας θίασος από Ροδίτες. Και δεν εννοώ μόνον αυτούς που γεννήθηκαν στη Ρόδο αλλά και αυτούς που αγάπησαν τη Ρόδο, έμειναν στη Ρόδο, λάτρεψαν τη Ρόδο κι έγιναν Ροδίτες, που δουλεύουν γι’ αυτό το άγιο, το υπέροχο νησί που πιστεύω ότι είναι το καλύτερο στον κόσμο!

About Author

Back to top