Ξημερώνοντας 25η Μαρτίου…
Η Αθήνα καταστράφηκε συστηματικά απ’ αυτούς που ήρθαν να την κατοικήσουν δίχως να την αγαπούν.
Στην Μύκονο, και σε κάθε Μύκονο που την ακολούθησε, διέλυσαν τις ξερολιθιές, παντελώς ανυποψίαστοι γι αυτό που κατέστρεφαν. Η κάθε ξερολιθιά, κάθε μια μόνη κι όλες μαζί, όπως χώριζαν το τοπίο μέσα στον ήλιο του μεσημεριού, ήταν ένα σπάνιο μάθημα πάνω στο έργο που επιτελεί το φως και η σκιά. Πρέπει να υπήρξαν δάσκαλοι που λυπήθηκαν για τη χαμένη ευκαιρία, να δείξουν το έργο του φωτός μέσα σε τέτοιο περιβάλλον. Να δείξουν δηλαδή πώς η σκιά δίνει μορφή στο φως αποτελώντας το όριό του. Και να δείξουν ότι το φως χωρίς το αντίθετό του, τη σκιά, είναι βία χωρίς ανάπαυση, σκληρότητα δίχως εξιλέωση. Και να σημειώσουν ότι κάθε ξερολιθιά είναι μια αξεπέραστη «διπλωματική» πάνω σ’ ένα συνδυασμό τεχνών, του μυστηρίου της ζωής συμπεριλαμβανομένου.
Σ ’όλο το Αιγαίο ο νεοπλουτισμός επιτέθηκε στη νεολιθική απλότητα. Σ’ ολόκληρη την Ελλάδα διεξήχθη ένας παλλαϊκός πόλεμος ενάντια στη μνήμη και το χώμα.
Ακόμα και το βλέμμα έγινε σπάνιο. Μέχρι πρόσφατα μπορούσες να συναντήσεις βλέμματα όπου μέσα τους έβλεπες ένα τοπίο, όπου μέσα τους υπήρχε η Ιστορία. Τώρα τέτοια μάτια χάνονται… Έπρεπε όμως πρώτα να χαθεί η διαύγεια. Δηλαδή οι άνθρωποι που γνώριζαν τη θέση τους στον κόσμο και το έργο που είχαν κληθεί να επιτελέσουν. Οι άνθρωποι που ήταν συνδεδεμένοι με τις βαθύτερες πηγές της ύπαρξης. Το χώμα, τους καιρούς, τη λάσπη. Που στα κατώγια τους τα χαράματα μουγκάνιζαν τα ζώα. Που διωγμένοι κουβάλησαν αντί άλλης περιουσίας τυλιγμένα κόκαλα. Που πήγαν στις ξένες φάμπρικες ντυμένοι με μια φωνή που τραγούδαγε την ξενιτειά. Χάθηκαν αυτοί που γνώριζαν τον πόνο. Ο πόνος λεπταίνει τον άνθρωπο. Χάθηκαν τέλος αυτοί που είχαν την τύχη να τον μοιράζονται με τους ομοίους τους .
Δεν είχε έρθει ακόμα η εποχή των πραγματικά ξεριζωμένων, αυτών που είναι τουρίστες του χρόνου που τους δόθηκε σε τούτη τη ζωή και αμήχανοι επιβάτες της Ιστορίας. Δεν είχε έρθει ακόμα η εποχή του φευγαλέου βλέμματος που κάνει ένα γρήγορο: σάρωμα – επιλογή – απόσβεση.
Παρ΄όλα αυτά – και μέσα σ΄ αυτές τις τρεις λέξεις κρύβεται και ενεδρεύει η Ιστορία, μιας και αυτές οι τρεις λέξεις είναι ακριβώς ο άνθρωπος, γιατί ο άνθρωπος είναι το ον που κάποια στιγμή κάνει αυτό που δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί – Παρ’ όλα αυτά, λέω, δε χάθηκαν όλα.
Η ελληνική γλώσσα, αυτό το επικίνδυνο και μολυσματικό όργανο, παραμένει ζωντανή. Η Λαϊκή μουσική, η Δημοτική μουσική, η Ποίηση, η λαϊκή μαγειρική – των φτωχών φαΐ – λάδι, άρτος και κρασί, η αίσθηση της Ιστορίας, η ανάγκη για την Πόλη και την Αγορά, όλος ο Εθνικός Πλούτος, έστω και αποδυναμωμένος, παραμένει ενεργός σε βαθμό που δεν μπορεί να διανοηθεί κανένα απ’ τα Δυτικά Έθνη.
Η αλλοτρίωση εδώ, προχώρησε λιγότερο από αλλού όπου μερικές φορές η κατάσταση είναι αποκαρδιωτική. Η Ελλάδα είναι πολιτιστική υπερδύναμη.
Στις δύσκολες εποχές που ήλθαν έχει χώρο να υποχωρήσει και να κρατηθεί. Έχει και την «παράδοξη» δυνατότητα να παίξει σημαντικό ρόλο.
Γι’ αυτό ελπίζω η κρίση να προλάβει να περισώσει ότι τόσα χρόνια ροκανίζει η ανάπτυξη. Και εύχομαι, ζυγίζοντας τις λέξεις, την καταρράκωση των ελπίδων. Εύχομαι να χαθούν τα ασημένια ρούχα, να καταπέσουν τα φτιασίδια, ν΄ απομείνει αυτός ο λαός γυμνός. Γιατί τριάντα χρόνια τώρα, είδα μπουκιά-μπουκιά το φαΐ που έτρωγε και ρούχο-ρούχο τη φορεσιά που τον έπνιξε.
Έρχεται η σκοτεινή γενιά που μια στιγμή θα αστράψει. Αυτοί θα είναι οι τιμωροί. Υπάρχουν επίσης άνθρωποι που ακόμα τους ακολουθεί ο ίσκιος τους και κρυφά και χαμηλόφωνα συνομιλούν μαζί του. Υπάρχει κι ένα τοπίο που στέκει αμίλητο.
Μέσα σε μαγεμένο τόπο ορκίζομαι στη συνάντηση των δύο.
Βασίλης Ηλιακόπουλος
Μεταμεσονύχτια Ημερολόγια (metamesonyktiaemerologia.blogspot.gr)