Η Τίτσα Πιπίνου με την χαρισματική της πένα μας προσκαλεί σε ένα γοητευτικό ταξίδι μέσα από το ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα “Παλιοί γάτοι, τρυφερά ποντίκια” που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Όταν. Μία ιστορία έρωτα και προδοσίας με φόντο την Ρόδο της δεκαετίας του ’60, τη Ρώμη και την Αθήνα.
Συνέντευξη στην Ευρυδίκη Κοβάνη
Πώς διαλέξατε τον τίτλο «Παλιοί γάτοι, τρυφερά ποντίκια»;
Συνήθως τελειώνω ένα βιβλίο και μετά είμαι σε αναζήτηση τίτλου. Με δυσκολεύει η εύρεσή του, αντίθετα από άλλους που ξέρω ότι ξεκινάνε με τον τίτλο.
Είναι μια παροιμία που άκουσα την εποχή που το έγραφα και την έκανα τίτλο. Παραπέμπει σε ώριμους άνδρες που ερωτεύονται νεαρά κορίτσια, όπως συνέβη και στην ιστορία που αφηγούμαι.
Όταν λέω ερωτεύονται εννοώ ερωτεύονται, όχι φυσικά με την έννοια της παιδεραστίας που δίνουμε σήμερα. Εξ άλλου η ηρωίδα μου δεν είναι παιδί όταν παντρεύεται. Παλιά ήταν καθ’ όλα συνηθισμένο ώριμοι άνδρες να παντρεύονται πολύ νεότερες γυναίκες, ειδικά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα και η αρχική σας έμπνευση για το βιβλίο;
Η έμπνευση συνήθως είναι από μια ιστορία που ακούω, μια εικόνα που θέλω να αποτυπώσω με λόγια. Ίσως και από κάποιο γεγονός που κάποτε άκουσα και ξάφνου επιστρέφει και αρχίζει να κτίζεται η ιστορία του στο μυαλό μου. Το αποτέλεσμα βέβαια δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με την αρχική ιστορία, είναι απλά η αφορμή.
Ήταν η εικόνα μιας γυναίκας που επιστρέφει μετά τον θάνατο του πατέρα της στο ερειπωμένο και έρημο πια από ανθρώπους σπίτι της που κάποτε υπήρξε ένα από τα ομορφότερα της πόλης τους.
Εκεί θυμάται τα τραγικά γεγονότα που συνέβησαν και που οδήγησαν σε μία τραγωδία που συγκλόνισε την κοινωνία του νησιού.
Σε ποια εποχή και σε ποια μέρη διαδραματίζεται η ιστορία;
Ξεκινά από το σήμερα όταν η ζωγράφος -κόρη της οικογένειας- επιστρέφει στο πατρικό της για να ρυθμίσει τις τελευταίες λεπτομέρειες της πώλησης του, αλλά εκεί στο ίδιο σπίτι άδειο πια από τους ανθρώπους που το κατοίκησαν γίνεται μια αναδρομή στο παρελθόν.
Έτσι το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας διαδραματίζεται τις δεκαετίες του ’60 και του ΄70. Μου αρέσει να γράφω για αυτές τις δεκαετίες. Διαδραματίζεται στη Ρώμη, την Αθήνα αλλά κυρίως στη Ρόδο, εκεί που αρχίζουν και τελειώνουν όλα.
Στα περισσότερα βιβλία μου περιγράφω τη Ρόδο. Συνήθως μιλάμε για όσα γνωρίζουμε καλά. Και εμένα το να γράφω για τη μεσοπολεμική και μεταπολεμική Ρόδο με εμπνέει. Αυτή η Ρόδος δεν έχει καμία σχέση με την αστραφτερή, πολύβουη, τουριστική Ρόδο του σήμερα.
Ποιο συναίσθημα κυριαρχούσε μέσα σας καθώς το γράφατε;
Συγκίνηση, γιατί το βιβλίο ξεκινά με μία αυτοκτονία. Σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά της Ρόδου, στην Καζέρμα Ρεγγίνα, ένα παλιό ιταλικό στρατόπεδο που μετατράπηκε σε λαϊκές κατοικίες, μία γυναίκα αυτοκτονεί ωθούμενη από την κατακραυγή της συντηρητικής και κλειστής κοινωνίας του νησιού όταν αυτή εγκαταλείπει τον ευκατάστατο σύζυγο και το άνετο σπίτι της στο κέντρο για να ακολουθήσει τον άνδρα που ερωτεύτηκε.
Σε τι διαφέρει αυτή η επανέκδοση από την μορφή της πρώτης κυκλοφορίας του βιβλίου;
Είναι αναθεωρημένη έκδοση. Δεν διαφέρει σε πολλά. Λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από την πρώτη του έκδοση.
Όταν γράφεις τέλος σε ένα βιβλίο πιστεύεις ότι εκεί τελειώνουν όλα, αλλά αν τολμήσει ο συγγραφέας του να το ξαναδιαβάσει καιρό μετά όλο και ανακαλύπτει ότι σε κάποια σημεία θέλει να επέμβει και να τα πει καλύτερα. Έτσι αποφεύγω να διαβάσω ξανά βιβλίο μου αφού έχει εκδοθεί.
Πιστεύετε ότι ένας συγγραφέας βλέπει τον κόσμο διαφορετικά από ό,τι οι υπόλοιποι;
Νομίζω πως ναι. Είναι πιο παρατηρητικός και διαρκώς σε εγρήγορση αν ακούσει ή δει κάτι και τον εμπνεύσει να γράψει γι’ αυτό.
Πράγματα που γενικά σε άλλους περνούν απαρατήρητα σε ένα συγγραφέα μπορεί να του τριβελίζουν το μυαλό.
Θα σας πω ένα παράδειγμα: Πριν χρόνια διάβασα σε ένα μονόστηλο της Ελευθεροτυπίας μια είδηση. Δυο νέοι στην Κίνα ήταν ερωτευμένοι, αλλά οι οικογένειές τους είχαν αντιρρήσεις.
Ο νεαρός άνδρας αναγκάστηκε τότε απογοητευμένος να ξενιτευτεί στην Αμερική. Το κορίτσι το έμαθε και, θεωρώντας το σαν εγκατάλειψη, αυτοκτόνησε. Ο άνδρας όταν το πληροφορήθηκε απελπισμένος επέστρεψε και την παντρεύτηκε νεκρή!
Αυτό ήταν ένα παράδοξο γεγονός που όντως συνέβη και το έγραψαν παντού και έτσι πέρασε στα ψιλά και του δικού μας Τύπου. Πόσοι άνθρωποι το διάβασαν; Κάποιοι χιλιάδες εδώ.
Εμένα όμως μου τριβέλιζε το μυαλό, έκανα εικόνες, έπλαθα χαρακτήρες μέχρι που κάθισα και έγραψα ένα βιβλίο το «Για να θυμάσαι τη Λοΐδα». Αυτή είναι η διαφορά του συγγραφέα.
Τι γίνονται για εσάς οι ήρωές σας όταν ολοκληρώνεται η συγγραφή ενός μυθιστορήματος;
Μετά την ολοκλήρωση ενός βιβλίο οι ήρωες ανήκουν στους αναγνώστες. Υπάρχουν βέβαια κάπου μέσα μου, αλλά δε με στοιχειώνουν όπως όταν γράφω γι’ αυτούς. Θέλω να τους ξεχάσω για να πάω παρακάτω.