Μία ιδιαίτερη έκθεση στο Κατάλυμα της Γαλλίας μας έδωσε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε με δύο σημαντικούς ανθρώπους που η προσωπική τους ιστορία συνδέθηκε με το θρυλικό πλοίο Courier και τη «Φωνή της Αμερικής» στη μεταπολεμική Ρόδο.
Η κα Μαίρη Καλαφατά-Lowther και ο Αμερικάνος Richard McDru, μέλη της ομάδας “USCGC Courier – Voice of America Memorial Foundation” μας ξεναγούν με τις αφηγήσεις τους στην έκθεση “Η Ρόδος στον Ψυχρό Πόλεμο – Το USCGC Courier & Η Φωνή της Αμερικής”, που εγκαινιάστηκε στις 14 Μαϊου και θα διαρκέσει έως τις 30 Ιουνίου στο Κατάλυμα της Γαλλίας.
Η έκθεση διοργανώνεται από το “USCGC Courier – Voice of America Memorial Foundation” σε συνεργασία με το Μουσείο της Ακαδημίας της Ακτοφυλακής των ΗΠΑ. Αφορά το Courier, το προσωπικό του και τη Ρόδο την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, τα ήσυχα μεταπολεμικά χρόνια πριν την ανάπτυξη του τουρισμού.
Η ιστορία του Courier στη Ρόδο
Το πλοίο Courier έμεινε στο λιμάνι της Ρόδου για δώδεκα χρόνια, από το 1952 έως το 1964. Ήταν ένας πλωτός ραδιοφωνικός σταθμός, καθώς μετέφερε τον μεγαλύτερο ραδιοπομπό που είχε εγκατασταθεί ποτέ σε πλοίο, μεταδίδοντας το πρόγραμμα της Φωνής της Αμερικής στις χώρες πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα, στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου.
Ο ερχομός του στη Ρόδο σήμανε την αρχή μίας νέας εποχής για τους ταλαιπωρημένους από τον πόλεμο και τη φτώχεια κατοίκους.
Ενδιαφέρον έχουν οι μικρές ιστορίες που ενυπάρχουν μέσα στη μεγάλη ιστορία, όπως είναι οι κοινωνικές συναναστροφές της κοινότητας των πληρωμάτων με τον τοπικό πληθυσμό, οι φιλίες που αναπτύχθηκαν ανάμεσά τους, τα ειδύλλια και οι γάμοι Αμερικάνων με νεαρές Ροδίτισσες που άφησαν το νησί για να ακολουθήσουν τους συζύγους τους, τα νέα πρότυπα και η διεύρυνση των οριζόντων που έφερε στη Ρόδο ο δυτικός τρόπος σκέψης και ζωής.
Μνήμες μιας αλησμόνητης εποχής
Η ομάδα “USCGC Courier – Voice of America Memorial Foundation” δημιουργήθηκε στις αρχές του 2000 από μέλη του πληρώματος του Courier και από Ροδίτισσες που παντρεύτηκαν Αμερικάνους που το επάνδρωναν.
Σκοπός της ομάδας είναι να διατηρήσει ζωντανές τις αναμνήσεις εκείνης της εποχής με φωτογραφίες και σπάνια ντοκουμέντα που παρουσιάζει στο κοινό με εκθέσεις, όπως αυτή που παρουσιάζεται στο Κατάλυμα της Γαλλίας.
Δύο σημαντικοί εκπρόσωποι της ομάδας “USCGC Courier – Voice of America Memorial Foundation” συνομιλούν μαζί μας.
Η κα Μαίρη Καλαφατά-Lowther έχει την ευθύνη της διοργάνωσης της φετινής έκθεσης στη Ρόδο. Ο Αμερικάνος Richard McDru υπήρξε μέλος του πρώτου πληρώματος του Courier.
Σήμερα μοιράζονται γενναιόδωρα μαζί μας τις αναμνήσεις τους από εκείνη την εποχή.
Συνέντευξη στην Ευρυδίκη Κοβάνη
Μαίρη Καλαφατά – Lowther
«Όταν έφτασε το Courier στη Ρόδο στην αρχή ήταν σαν φάντασμα. Κανείς δεν ήξερε τι είναι και τι κάνει αυτό το πλοίο.
Το πρώτο πλήρωμα ήταν εκατόν οκτώ άτομα, όλοι εθελοντές, γιατί το Κράτος δεν μπορούσε να τους επιβάλει να πάνε σε ένα άγνωστο μέρος στην άλλη άκρη του κόσμου.
Αρκετοί ταξίδευαν μαζί με τις οικογένειές τους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Αξιοθαύμαστες αυτές οι γυναίκες. Ακολούθησαν τους στρατιωτικούς συζύγους τους σε ένα άγνωστο νησί, σε μια μακρινή χώρα για την οποία δεν ήξεραν τίποτα, ούτε τη γλώσσα, ούτε τι θα εύρισκαν εδώ.
Για εμάς τους Ροδίτες ήταν πολύ δύσκολα εκείνα τα χρόνια. Είχαμε μόλις βγει από τον πόλεμο, ζούσαμε φτωχικά και αγωνιούσαμε για το μέλλον. Η άφιξη του Courier στη Ρόδο βελτίωσε θεαματικά τη ζωή μας σε όλα τα επίπεδα.
Οι οικογένειες των Αμερικάνων χρειάζονταν σπίτια για να μείνουν. Τα παιδιά τους χρειάζονταν σχολεία. Οι γυναίκες χρειάζονταν φορέματα. Εκτός από τη στέγη, χρειάζονταν ακόμα να ντυθούν, να χτενιστούν, να φάνε και να καλύψουν τόσα άλλα ζητήματα της καθημερινότητας.
Όλες αυτές οι ανάγκες των νεοφερμένων δημιούργησαν ευκαιρίες και κινητικότητα σ’ εμάς κι ένας αέρας ανανέωσης φύσηξε επάνω από τη Ρόδο. Για αρχή, όποιος Ροδίτης είχε σπίτι με αρκετές κάμαρες το έφτιαχνε και τους το νοίκιαζε. Ο ίδιος με την οικογένειά του μετακόμιζε προσωρινά σε κάποιο γείτονα με μικρότερο σπίτι, με τον οποίον μοιραζόταν το ενοίκιο που έπαιρνε από τους Αμερικάνους – επωφελούνταν δηλαδή και οι δύο οικογένειες. Με αυτόν τον τρόπο ανακαινίστηκαν πάρα πολλά σπίτια εκείνη την εποχή.
Στη Ρόδο δεν υπήρχαν ακόμα τότε καταστήματα με έτοιμα ενδύματα όπως υπήρχαν στην Αμερική. Τα ρούχα ράβονταν στο χέρι. Οι μοδίστρες και οι ράφτες ξαφνικά βρέθηκαν να έχουν πάρα πολλή δουλειά ράβοντας στολές και φορέματα για τους ναύτες και τις οικογένειές τους.
Το ίδιο έγινε με τα κουρεία, τα κομμωτήρια, τα εστιατόρια και γενικά όλα τα μαγαζιά. Πολλοί Ροδίτες βρήκαν δουλειά επάνω στο πλοίο. Επίσης νεαρά κορίτσια αναλάμβαναν να προσέχουν τα μικρά παιδιά κάνοντας baby sitting με αμοιβή ένα δολάριο την ημέρα.
Την εποχή εκείνη ένα δολάριο ισοδυναμούσε με 15 δραχμές. Για τους Αμερικάνους αυτό το ποσό δεν ήταν τίποτα, για εμάς όμως ήταν πολλά χρήματα. Νιώθαμε όλοι ευγνωμοσύνη.
Το νησί γέμισε ζωντάνια και δραστηριότητες. Οι Αμερικάνοι ήσαν ευχάριστοι και προσιτοί. Ήθελαν να μας γνωρίσουν κι έγιναν αμέσως φίλοι μας.
Τους άρεσε πολύ η Ρόδος, ήταν κάτι πρωτόγνωρο γι’ αυτούς. Γεννήθηκε αληθινή αγάπη ανάμεσα μας που ήταν αμοιβαία και δεν είχε καμία σχέση με τα χρήματα.
Αν και σαν λαοί είχαμε διαφορετικές κουλτούρες, με ένα μαγικό τρόπο οι διαφορές μας εξαφανίστηκαν κι επικράτησαν οι ομοιότητες.
Ακόμα κι όταν έφευγαν -γιατί η θητεία τους στο Courier κρατούσε δύο χρόνια περίπου- επέστρεφαν ξανά και ξανά για να δουν τους Ροδίτες φίλους τους.
Οι Αμερικανίδες από την αρχή ήθελαν να βοηθήσουν. Το ορφανοτροφείο του νησιού ήταν γεμάτο, υπήρχαν πολλά ορφανά παιδιά εκείνα τα χρόνια στη Ρόδο. Οι καλόγριες προσπαθούσαν μεν, αλλά δεν είχαν πόρους.
Οι Αμερικάνοι μάζευαν μεταξύ τους χρήματα και τα έδιναν στις καλόγριες για να πάρουν δώρα, βιβλία και παιχνίδια στα παιδιά. Τα Χριστούγεννα γινόταν η πιο όμορφη γιορτή στο ορφανοτροφείο με δώρα, μουσικές, τραγούδια, στολίδια, παιχνίδια, κάτι ασύλληπτο μέχρι τότε για τα παιδάκια!
Φυσικά δεν έλειψαν τα ειδύλλια και οι γάμοι. Πολλές κοπέλες ερωτεύθηκαν Αμερικάνους κι άφησαν το νησί ακολουθώντας τους συζύγους τους. Μάλιστα η πρώτη νύφη της Ρόδου που έφυγε από το νησί ήταν η αδελφή μου Κατίνα, που γνώρισε τον άντρα της όταν ήρθε να νοικιάσει το σπίτι μας κι έζησε μαζί του πολλά χρόνια στην Αμερική.
Εκείνος ήταν από τη Χαβάη. Όταν γνωρίστηκαν ήταν 18 χρονών κι αυτή μόνο 15.
Ήρθε να νοικιάσει το σπίτι μας. Η αδελφή μου στεκόταν έξω στην αυλή. Την πλησίασε και τη ρώτησε πού να κάνει surf, όπως ήταν συνηθισμένος στην πατρίδα του. Αυτή δεν κατάλαβε την ερώτηση και του απάντησε: «εγώ πάω στη Santa Maria, θέλεις να έρθεις;» Εμείς βάλαμε τα γέλια. Αυτός όμως την ακολούθησε και πήγε. She is very clever, είπε μετά στους φίλους του.
Μια μέρα με συναντάει στο δρόμο και μου λέει: «η αδελφή σου μου αρέσει πολύ, θέλω να την παντρευτώ». «Μα είναι μόνο δεκαπέντε χρονών» του λέω, «δεν νομίζω ότι θα δεχθεί ο πατέρας μας». «Εγώ ρώτησα τον δικό μου» μου είπε «και μου απάντησε ότι αν την θέλω και την αγαπώ τόσο πολύ να την πάρω και να την φέρω στην Αμερική, όπου θα έχει όλα τα καλά και δεν θα της λείψει τίποτα!» Κι έτσι ακριβώς έγινε.
Η Κατίνα ήταν λοιπόν η πρώτη νύφη του νησιού που παντρεύτηκε κι έφυγε από τη Ρόδο. Το νυφικό της το φόρεσαν στη συνέχεια πολλές νύφες, γιατί εκείνα τα χρόνια ήταν οικονομικά αδύνατον για τις κοπέλες να πληρώνουν για να ράψει η κάθε μία το δικό της.
Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος δυναμικός και δραστήριος. Πριν ακόμα έρθει το Courier στη Ρόδο, από κάπου είχε ακούσει γι’ αυτό. Πήρε τότε την απόφαση κι άνοιξε στην Νέα Αγορά το πρώτο dry cleaner καθαριστήριο.
Μία μέρα πριν ανοίξει επίσημα το μαγαζί, έφερε στο σπίτι τις κλασικές διάφανες πλαστικές σακούλες του καθαριστηρίου και μας είπε να κρεμάσουμε σ’ αυτές όλα μας τα ρούχα. Εμείς τα χάσαμε. Τι τα θέλει τα ρούχα μας, τι θα τα κάνει; αναρωτιόμαστε.
Την ημέρα που άνοιξε το κατάστημα τα είχε κρεμάσει όλα μπροστά στη βιτρίνα. Ο κόσμος περνούσε, τα έβλεπε και θαύμαζε πόσο πολλή δουλειά είχε αυτό το καθαριστήριο!
Περιττό να σας πω ότι απόκτησε τεράστια πελατεία. Ήταν και το μοναδικό του είδους. Δουλεύαμε σκληρά όλη μέρα, αλλά άξιζε τον κόπο. Το καθάρισμα κόστιζε πενήντα σεντς το πουκάμισο, που ήταν πολλά χρήματα για εμάς.
Αφού πλέον είχε έρθει το καράβι, μαθεύτηκε ότι ζητούν άτομα να εργαστούν σ΄αυτό. Λέει ο πατέρας μου στον αδελφό μου τον Γιάννη, που ήταν δεκαπέντε χρόνων: είσαι μαθητής παιδί μου, αλλά χρειαζόμαστε και χρήματα. Νομίζεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις να σε προσλάβουν στο Courier;
Ο Γιάννης ήθελε να πάει και πήγε. Τον πήραν και τελικά δούλεψε γι΄αυτούς 28 ολόκληρα χρόνια. Ακόμα κι όταν έφυγε το πλοίο μετά από δώδεκα χρόνια, ο σταθμός συνέχισε να εκπέμπει από τ’ Αφάντου κι ο αδελφός μου εργαζόταν εκεί.
Τον αγαπούσαν όλοι. Όταν πέθανε από καρκίνο σε ηλικία μόλις 55 ετών, το αμερικανικό κράτος έδωσε σύνταξη στη χήρα του και συνέχισε να την δίνει για την υπόλοιπη ζωή της, όπως έκανε και για όλους όσους εργάστηκαν στο Courier».
Richard McDru, μέλος του πληρώματος
«Ήμουν 19 ετών όταν έφτασα για πρώτη φορά στη Ρόδο, σαν μέλος του πληρώματος του Courier. Έμεινα ενάμιση χρόνο. Είχα σπουδάσει μηχανολόγος και δούλευα στη μηχανή του πλοίου. Το πλοίο ήταν σταθερό τον περισσότερο καιρό, δεν ταξίδευε. Μόνον όταν ο καιρός ήταν άσχημος, μετακινιόμασταν λίγο, σε μικρή απόσταση, μέχρι τα Τριάντα. Μετά επιστρέφαμε στο λιμάνι.
Πριν καταταγώ στο Courier δεν είχα ακούσει το όνομα Ρόδος, δεν ήξερα καν πού βρισκόταν. Θυμάμαι έντονα τις πρώτες μου αναμνήσεις από το νησί. Για μένα ήταν κάτι σαν όνειρο, σα να βρισκόμουν στον παράδεισο.
Η φύση, το τοπίο, το κλίμα και κυρίως οι ευγενικοί και φιλόξενοι άνθρωποι που γνώρισα, αιχμαλώτισαν για πάντα τη νεανική μου καρδιά.
Όπως όλοι μας, έκανα κι εγώ πολλούς φίλους εδώ. Δεν είχα οικογένεια, ήμουν πολύ νέος, αλλά ένιωσα τόσο καλοδεχούμενος που ήταν σα να μου άνοιξε η Ρόδος την αγκαλιά της και έκτοτε όλοι αυτοί οι άνθρωποι έγιναν η οικογένειά μου.
Απολάμβανα την ομορφιά του τόπου, έκανα βόλτες με το ποδήλατο, θαύμαζα τη φύση και τα χωριά. Είχα κι ένα σκύλο που τον έπαιρνα μαζί μου για κυνήγι. Όταν είχα χρόνο έκανα μακρινούς περιπάτους. Η ζωή κυλούσε ήσυχα και γαλήνια.
Αυτός ο ενάμισης χρόνος στη Ρόδο ήταν πολύ σημαντικός για εμένα. Ήταν ουσιαστικά η ενηλικίωσή μου. Εδώ ωρίμασα, ενώ όταν πρωτοήρθα ήμουν παιδί.
Από το 2002 έρχομαι μαζί με άλλα μέλη της ομάδας μας κάθε δύο-τρία χρόνια με την ευκαιρία της έκθεσης. Φέτος είμαι πλέον ο μόνος από εκείνη τη γενιά που ήρθα. Κάτι η πανδημία κι ο κορωνοϊός, κάτι οι ηλικίες μας είναι πλέον δύσκολο το ταξίδι.
Νιώθω μεγάλη νοσταλγία για εκείνα τα χρόνια. Χαίρομαι που βλέπω ότι η Ρόδος παραμένει μέχρι σήμερα ένα ήρεμο και φιλόξενο μέρος, χωρίς φασαρία, χωρίς πολλά αυτοκίνητα, χωρίς καυσαέριο και ηχορύπανση ή ό,τι άλλο χαρακτηρίζει τις μεγαλουπόλεις. Φαντάζομαι πόσο καλύτερη είναι η ζωή εδώ από ότι π.χ. στην Αθήνα.
Με τις εκθέσεις μας προσπαθούμε να διατηρήσουμε ζωντανές αυτές τις αναμνήσεις μας μέσα από φωτογραφίες και σπάνια ντοκουμέντα που συνεχώς συλλέγουμε, κάνοντας reunions και ταξιδεύοντας στην αγαπημένη μας Ρόδο.
Χαιρόμαστε πολύ όταν έρχεται ο κόσμος και τις βλέπει. Είναι σημαντικό να μιλάμε για την ιστορία του Courier και της Φωνής της Αμερικής, ώστε οι παλαιότεροι να μην την ξεχάσουν και οι νεώτεροι να την μάθουν. Για εμάς είναι ένα ανεξίτηλο και σημαντικό κομμάτι της νιότης μας που θα μας ακολουθεί σε όλη μας τη ζωή».
Ακολουθούν φωτογραφίες που ευγενικά μας παραχώρησαν η κα Μαίρη Καλαφατά-Lowther και ο Robert Hickman.