Ο Ευθύμης Μπαλαγιάννης σκηνοθετεί την θεατρική παράσταση “Μακμπέθ” που ανεβαίνει από τις 24 Φεβρουαρίου στο Θέατρο Πόλη – “Δάνης Κατρανίδης”. Με αυτή την ευκαιρία τον συναντήσαμε και συνομιλήσαμε μαζί του.
Συνέντευξη στην Ευρυδίκη Κοβάνη
Τι είναι αυτό που κάνει τον Μακμπέθ ένα από τα πιο συγκλονιστικά έργα του Σαίξπηρ;
Ο Μακμπέθ καταφέρνει να μιλήσει για την ανθρώπινη φύση με έναν τρόπο ωμό, αληθινό και βαθιά διαχρονικό. Η δύναμη του έργου βρίσκεται στους χαρακτήρες του.
Ο Μακμπέθ δεν είναι ένας απλός άνθρωπος που βασανίζεται από τις επιλογές του, από τις ενοχές του, από τον φόβο του για το άγνωστο. Αυτή η πολυπλοκότητα τον κάνει εξαιρετικά ανθρώπινο και το κοινό μπορεί να ταυτιστεί μαζί του, ακόμα κι αν κατακρίνει τις πράξεις του.
Αυτό που κάνει όμως τον Μακμπέθ μοναδικό, είναι ο τρόπος που αγγίζει τα πιο σκοτεινά ένστικτα της ανθρώπινης ψυχής. Η φιλοδοξία, η ενοχή, ο φόβος, η παράνοια… όλα αυτά είναι συναισθήματα που, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, έχουμε νιώσει όλοι.
Το έργο μας βάζει μπροστά στον καθρέφτη, μας προκαλεί να δούμε τι μπορεί να συμβεί όταν αφήσουμε αυτά τα συναισθήματα να μας κυριεύσουν. Είναι ένα έργο που δεν εξαντλείται ποτέ γιατί μιλάει για εμάς, για τις αδυναμίες μας, τους φόβους μας, τις επιθυμίες μας, όλα όσα μας κάνουν ανθρώπους.
Πού μπορεί να οδηγήσει η δίψα για εξουσία;
Η δίψα για εξουσία είναι μια από τις πιο αρχέγονες ανθρώπινες επιθυμίες, αλλά ταυτόχρονα και μία από τις πιο επικίνδυνες.
Όταν η επιθυμία αυτή γίνεται ανεξέλεγκτη, μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή –όχι μόνο του ατόμου που τη διεκδικεί, αλλά και όλων όσων βρίσκονται γύρω του. Ο κόσμος διαλύεται, οι σχέσεις διαλύονται και ο άνθρωπος καταλήγει να πολεμά μόνος του, ενάντια σε όλους, αλλά και στον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Μακμπέθ είναι το απόλυτο παράδειγμα αυτής της παγίδας: ξεκινά από μια φιλοδοξία που φαίνεται ανθρώπινη, σχεδόν φυσιολογική, αλλά εξελίσσεται σε μια αχόρταγη ανάγκη που τελικά καταβροχθίζει τα πάντα.
Στον Μακμπέθ, βλέπουμε πώς η δίψα αυτή γίνεται εμμονή, πώς η εξουσία αποκτά ένα δικό της βάρος που καταπνίγει κάθε ίχνος ανθρωπιάς και λογικής.
Τι προκλήσεις είχε για εσάς αυτή η σκηνοθεσία;
Η σκηνοθεσία του Μακμπέθ ήταν για μένα μια από τις πιο απαιτητικές αλλά και συναρπαστικές εμπειρίες. Ο Μακμπέθ είναι ένα έργο γεμάτο ένταση και πολυπλοκότητα. Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να τιμήσω το βάρος του πρωτότυπου, ενώ παράλληλα να του δώσω μια σύγχρονη ματιά.
Ο Σαίξπηρ έχει δημιουργήσει πρόσωπα τόσο πολυδιάστατα, που κάθε στιγμή τους έχει αμέτρητες πιθανές αναγνώσεις. Έπρεπε να εμβαθύνουμε σε κάθε λέξη και υπονοούμενο για να βρούμε τη δική μας αλήθεια για τον Μακμπέθ, τη Λαίδη Μακμπέθ και τους υπόλοιπους χαρακτήρες.
Επίσης, ο Μακμπέθ φέρει ένα μοναδικό σχεδόν εφιαλτικό σκοτάδι σε όλο το έργο, κάτι που έπρεπε να αποτυπωθεί τόσο εικαστικά όσο και δραματουργικά. Η δημιουργία αυτής της ατμόσφαιρας απαιτούσε πολλή δουλειά και συντονισμό από όλους μας.
Το μεγαλύτερο στοίχημα, ωστόσο, ήταν η επικαιροποίηση του έργου. Πώς να φέρεις ένα κλασικό κείμενο όπως ο Μακμπέθ στο σήμερα, χωρίς να χάσεις την ουσία του; Η δουλειά με τα σκηνικά, τη μουσική, τον φωτισμό, αλλά και οι ερμηνείες, όλα έπρεπε να συντονιστούν σε αυτή την κατεύθυνση.
Και, φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη γλώσσα του Σαίξπηρ. Είναι υπέροχη, αλλά και απαιτητική. Σκοπός μου ήταν να παραμείνω πιστός στην ουσία του έργου.
Ο Μακμπέθ είναι ένα έργο που σε προκαλεί να μπεις στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, να κοιτάξεις το σκοτάδι και να μην φοβηθείς να το φέρεις στη σκηνή. Ήταν μια εμπειρία γεμάτη δυσκολίες, αλλά και μια διαδικασία που με δίδαξε πολλά όχι μόνο ως σκηνοθέτη, αλλά και ως άνθρωπο.
Πώς προσεγγίσατε το έργο και ποια πτυχή του αναδείξατε;
Η ιδέα να προσεγγίσουμε τον Μακμπέθ μέσα από το πρίσμα του PTSD (Μετατραυματικού Στρες) ήρθε φυσικά, καθώς το έργο είναι γεμάτο από εικόνες και καταστάσεις που θυμίζουν τη ψυχολογική κατάρρευση ενός ανθρώπου που έχει βιώσει υπερβολική βία και φόβο.
Ο Μακμπέθ δεν είναι απλά ένας φιλόδοξος στρατηγός που διψά για εξουσία – είναι ένας άνθρωπος που έχει δει τον πόλεμο, έχει σκοτώσει και τελικά οδηγείται στην παράνοια. Χάνει κάθε αίσθηση εαυτού και είναι ανίκανος να δραπετεύσει από τα φαντάσματα του.
Ο Μακμπέθ βιώνει συμπτώματα που σχετίζονται με το PTSD και εμφανίζει οπτικές και ακουστικές παραισθήσεις, βλέπει το ματωμένο στιλέτο πριν διαπράξει το πρώτο του έγκλημα, ακούει φωνές να του λένε ότι δεν θα ξανακοιμηθεί ποτέ και στη συνέχεια βυθίζεται σε μια διαρκή κατάσταση υποψίας και φόβου.
Όλα αυτά είναι κλασικά συμπτώματα ενός μυαλού που έχει υποστεί σοβαρό τραύμα και δεν μπορεί να επεξεργαστεί τις πράξεις του και παλεύει με τους εσωτερικούς του δαίμονες. Για να μπορέσουμε να μεταφέρουμε στο κοινό έστω και λίγο από το τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό του, σε αυτό μας βοήθησε πολύ το σκηνικό και ο ήχος.
Ο Μακμπέθ ζει σε έναν κόσμο όπου το μυαλό του τον προδίδει. Έτσι, χρησιμοποιήσαμε υποδόριους ήχους, ψιθύρους, αντηχήσεις, παράξενους θορύβους για να δημιουργήσουμε την αίσθηση ότι δεν μπορεί ποτέ να ξεφύγει από το ίδιο του το μυαλό.
Μιλήστε μας λίγο για την ατμόσφαιρα της παράστασης.
Η ατμόσφαιρα της παράστασης ήταν ένα από τα βασικά στοιχεία που θέλησα να δουλέψω από την αρχή. Ο Μακμπέθ είναι ένα έργο γεμάτο ένταση, σκοτάδι και υπαρξιακό βάρος, οπότε ήταν σημαντικό να δημιουργήσουμε έναν κόσμο όπου το κοινό θα βυθιζόταν σε αυτήν την ατμόσφαιρα.
Ξεκινήσαμε με το φως – ή μάλλον με το σκοτάδι. Η χρήση του φωτισμού ήταν καθοριστική για να δημιουργήσουμε ένταση και να δώσουμε την αίσθηση αυτή. Παίξαμε με τις σκιές, με ημίφως και έντονες αντιθέσεις, έτσι ώστε κάθε σκηνή να μοιάζει σαν να κρύβει μια απειλή, έναν κίνδυνο που καραδοκεί.
Μουσικά χρησιμοποιήσαμε σχεδόν απόκοσμους ήχους για να υπογραμμίσουμε τη μεταφυσική διάσταση του έργου και την ψυχολογική του ένταση. Επιλέξαμε ένα σκηνικό που θα αντιπροσώπευε τόσο το κάστρο όσο και το μυαλό του Μακμπέθ, ένα τείχος χωρίς έξοδο.
Τα κοστούμια ακολούθησαν μια μίξη εποχών, συνδυάζοντας στοιχεία από τη μεσαιωνική αισθητική με πιο αφηρημένα, σύγχρονα στοιχεία. Ο στόχος ήταν να μην εγκλωβιστούμε σε έναν αυστηρά ιστορικό ρεαλισμό, αλλά να δημιουργήσουμε μια διαχρονική αίσθηση, έναν κόσμο που είναι ταυτόχρονα τότε και τώρα.
Γεννιέται ή γίνεται ο καλλιτέχνης;
Πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης είναι ένας συνδυασμός και των δύο. Γεννιέται, αλλά κυρίως γίνεται. Όλοι έχουμε μέσα μας έναν σπόρο δημιουργικότητας, αλλά το αν θα ανθίσει εξαρτάται από τις εμπειρίες, τις επιλογές, την εκπαίδευση και τη δουλειά που θα κάνουμε με τον εαυτό μας.
Η έμφυτη καλλιτεχνική φύση είναι ένα δώρο, μια ευαισθησία, μια ικανότητα να βλέπει κανείς τον κόσμο με μια ιδιαίτερη ματιά. Είναι αυτό που μας κάνει να “νιώθουμε” βαθύτερα, να παρατηρούμε τις λεπτομέρειες, να βλέπουμε τη ζωή μέσα από χρώματα, ήχους, λέξεις ή κινήσεις. Ωστόσο, αυτό από μόνο του δεν αρκεί.
Ένας καλλιτέχνης δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στο ταλέντο – χρειάζεται να το καλλιεργήσει, να το εξελίξει, να το σμιλέψει. Ο καλλιτέχνης γίνεται μέσα από την εμπειρία, τη συνεχή αναζήτηση, τις αποτυχίες και τις επιτυχίες του. Είναι το αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς, πειραματισμού και κυρίως της ανάγκης να εκφραστεί και να επικοινωνήσει.
Τι σημαίνει για εσάς το θέατρο;
Για εμένα το θέατρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός, μια συνάντηση ψυχών που δεν μοιάζει με καμία άλλη μορφή τέχνης. Είναι ένας τρόπος να κατανοούμε τον κόσμο και τον εαυτό μας, να βλέπουμε την ανθρώπινη φύση μέσα από διαφορετικές οπτικές και να συνδεόμαστε με συναισθήματα και σκέψεις που ίσως δεν τολμάμε να εκφράσουμε στην καθημερινότητά μας.
Το θέατρο είναι χώρος ελευθερίας. Ελευθερίας να δημιουργήσεις, να πεις την αλήθεια σου… είναι ένα ασφαλές καταφύγιο όπου μπορούμε να πειραματιστούμε, να ρισκάρουμε, να “πέσουμε” και να ξανασηκωθούμε.
Και αυτή η ελευθερία δεν αφορά μόνο τους δημιουργούς, αλλά και το κοινό, γιατί κάθε θεατρική εμπειρία είναι ένας διάλογος. Δεν υπάρχει θέατρο χωρίς το βλέμμα, την ανάσα και την παρουσία του θεατή.
Το θέατρο είναι επίσης μνήμη. Κουβαλά την ιστορία, τον πολιτισμό, τα ερωτήματα και τα όνειρα των ανθρώπων μέσα στους αιώνες. Μέσα από το θέατρο μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με το παρελθόν, αλλά και να κοιτάξουμε μπροστά, να φανταστούμε το μέλλον και αυτό είναι μαγικό όταν συμβαίνει.
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΥΘΥΜΗΣ ΜΠΑΛΑΓΙΑΝΝΗΣ
Ο Ευθύμης Μπαλαγιάννης είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης.
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Απόφοιτος της δραματικής σχολής Ίασμος του Β. Διαμαντόπουλου. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα φωνητικής, ορθοφωνίας και κλασικής κιθάρας.
Έχει σκηνοθετήσει τις παραστάσεις: Μακμπέθ του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, …Καθόλου Καλά της Ούρσουλα Ράνι Σάρμα, Βικτόρ ή Τα παιδιά στην Εξουσία του Ροζέ Βιτράκ, Ξενοδοχείον ο Παράδεισος των Ζόρζ Φεντώ και Μωρρίς Ντεβαλιέρ και Το μαύρο κουτί του Γιώργου Ηλιόπουλου. Επίσης έχει σκηνοθετήσει και επιμεληθεί πολλά ηχητικά βιβλία (audiobooks) για την πλατφόρμα Jukebooks του ομίλου ΑΝΤ1.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει λάβει μέρος σε πολλές παραστάσεις και θιάσους σε σημαντικά θέατρα της Αθήνας και της περιφέρειας κι έχει συνεργαστεί με πολλούς σκηνοθέτες όπως ο Θ. Μουμουλίδης, Ρ. Πατεράκη, Β. Νικολαΐδης, Γ. Αρμένης, Δ. Δεγαΐτης, Γ. Ζαφείρης, Ν. Καραγέωργος, Μ. Σορμαΐνης κ.ά.
Ειδικότερα τα τελευταία δέκα χρόνια έχει την χαρά και την τιμή να συνεργάζεται με την Σοφή Κουκουβάγια στην παιδική σκηνή του θεάτρου Ακροπόλ με σκηνοθέτιδα την Ειρήνη Ιακώβου.
Έχει συμμετάσχει σε αρκετές κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές με τελευταίες τις Άγριες Μέλισσες (Ant1) και Greek Salad (Amazon Prime).
Είναι ιδρυτικό μέλος της εταιρίας θεάτρου ΘΕΑΣΗ.