Ακατάπαυστα δημιουργικός, ανήσυχος, εμπνευσμένος, συνθέτης με διεθνή εμβέλεια, βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών, αφοσιωμένος δάσκαλος και Διευθυντής των Μουσικών Σχολών του Ωδείου Αθηνών, ο Φίλιππος Τσαλαχούρης αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια της σύγχρονης ελληνικής μουσικής σκηνής.
Η συναυλία με έργα του που θα δοθεί στις 13 Μαίου στη Ρόδο αναμένεται με πολύ ενθουσιασμό από το κοινό, αφού σε αυτήν, μεταξύ άλλων, θα παιχτούν για πρώτη φορά και δύο έργα που έχει συνθέσει για το αγαπημένο του νησί!
Έτσι είχαμε την ευκαιρία για μία πολύ ενδιαφέρουσα, εφ’ όλης της ύλης συζήτηση μαζί του.
Συνέντευξη στην Ευρυδίκη Κοβάνη
Πότε αποφασίσατε ότι ο δρόμος σας θα είναι η μουσική; Υπήρξε κάποια καθοριστική στιγμή που συνέβη αυτό, ή ήταν μία φυσική εξέλιξη για εσάς;
Η ζωή με έστρεψε στη μουσική μέσα από την κατανόηση. Ένιωσα παιδί, γύρω στα δεκαπέντε, πως «καταλάβαινα» αυτή τη γλώσσα κι αποφάσισα να την μάθω για να την μιλήσω. Κάποια ακούσματα ήταν καθοριστικά: «Το Δαχτυλίδι της Μάνας» του Καλομοίρη ή ο «Αλέξανδρος Νιέφσκι» του Προκόφιεφ.
Σε ποιο μουσικό περιβάλλον μεγαλώσατε; Ποιες ήταν οι επιρροές και τα πρώτα σας μουσικά ακούσματα;
Οι γονείς μου είναι φιλόκαλλοι άνθρωποι αλλά δεν είχαν σχέση με την μουσική όπως την κατανοώ εγώ σήμερα. Άκουγαν όπως οι περισσότεροι τραγούδια κ.α. Οι «γονείς» μου στη μουσική ήταν κάποιοι αγαπημένοι φίλοι που είχαν τις γνώσεις, το υλικό και τα μέσα.
Τι ήταν αυτό που σας έκανε, ανάμεσα σε όλα τα είδη μουσικής, να διαλέξετε την κλασική;
Όπως είπα και προηγουμένως, η γλώσσα. Στα άλλα είδη, που καθόλου δεν υποτιμώ διότι έστω κι ένας άνθρωπος να συγκινείται θέλει σεβασμό, δεν καταλαβαίνω το κείμενο, δεν επικοινωνώ με το νόημα.
Τι σας συγκίνησε στο φλάουτο και το κάνατε το δικό σας μουσικό όργανο;
Το διάλεξα τυχαία διότι μου εξασφάλιζε υποτροφία στο Εθνικό Ωδείο. Δεν το διάλεξα, με διάλεξε. Το αγάπησα, όμως, πολύ… ήταν και είναι ένα ευτυχές συνοικέσιο. Λάτρεψα την αμεσότητα της ανάσας με τον ήχο… τον ιστορικό, αρχέγονο χαρακτήρα του, τη λιτότητά του.
Βάλτε μας στο παρασκήνιο της τέχνης σας. Πώς εμπνέεστε για ένα έργο και πώς προσεγγίζετε τη σύνθεση;
Θα ήταν παράδοξο εάν μπορούσα να σας απαντήσω με λίγες λέξεις. Είναι κάτι ακατανόητο, αν και απολύτως απτό για κάποιον που το επιχειρεί. Για εμένα, το έχω γράψει σε ένα μικρό βιβλίο που έχω εκδώσει, είναι σαν μια ανάμνηση από το μέλλον. Εμπνέομαι συχνά από τη λογοτεχνία αλλά και από ανθρώπους… κάποιες φορές κι από γεγονότα.
Πώς βρίσκεται η σωστή αναλογία ανάμεσα σε όλα τα συστατικά που φτιάχνουν μία μουσική σύνθεση; Είναι ταλέντο, έμπνευση, γνώση, εμπειρία ή κάτι άλλο;
Δεν υπάρχει σωστή αναλογία. Κατ’ αρχάς θα προτιμούσα την λέξη «κράμα». Εάν διάλεγα μία λέξη από αυτές που αναφέρατε θα ήταν η «γνώση». Θα προσθέσω και μία δική μου που είναι η «αλήθεια».
Πότε νιώθετε ότι ένα έργο σας είναι ολοκληρωμένο και μπορείτε να το παραδώσετε στους μουσικούς και στο κοινό;
Δεν το νιώθω, το ξέρω.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός καλού συνθέτη;
Ένα γερό «κράμα» όπως είπαμε σε προηγούμενη ερώτησή σας. Ένα κράμα στέρεο και αληθινό, με προτερήματα και ελαττώματα… ο καλός συνθέτης λέει αλήθεια με γνώση και αγάπη… αυτά είναι τα χαρακτηριστικά.
Πώς είναι η αλληλεπίδραση του συνθέτη με τους μουσικούς της ορχήστρας;
Κατ’ αρχάς, αν και ακούγεται λίγο ωμό, πρέπει να είναι απολύτως επαγγελματική ιδίως στις πρώτες δοκιμές. Πρέπει να «γίνει η δουλειά». Στη συνέχεια πρέπει να εμπνεύσει κυρίως εμπιστοσύνη.
Έχετε πει ότι αγαπάτε πολύ το διάβασμα και τη ζωγραφική. Είναι τα προσωπικά σας καταφύγια ή σας ανοίγουν και νέα παράθυρα έμπνευσης για τη μουσική σας;
Και τα δύο. Η καταφυγή στην λογοτεχνία ή τη ζωγραφική είναι για εμένα κάτι ζωτικό. Είναι και «παράθυρο έμπνευσης» αλλά ποτέ δεν εκμεταλλεύομαι την αυτάρκειά τους.
Πώς σας επηρέασε καλλιτεχνικά η ανάμιξή σας με τον χώρο του θεάτρου;
Αφάνταστα πολύ. Δεν θα ήμουν τίποτε χωρίς το θέατρο… θα έλεγα συγκεκριμένα χωρίς το Θέατρο Τέχνης «Κ. Κουν». Ενηλικιώθηκα καλλιτεχνικά και πνευματικά σε αυτόν το χώρο. Έμαθα τόσα πολλά πράγματα και όχι μόνον για το θέατρο, την τέχνη ή τη μουσική… κυρίως για τους ανθρώπους.
Διδάσκετε ασταμάτητα εδώ και πολλά χρόνια. Ποια εφόδια θέλετε να δώσετε στους μαθητές σας;
Διδάσκω αδιάλειπτα 33 χρόνια. Δεν μπορώ να φανταστώ ούτε στιγμή τη ζωή μου χωρίς τη διδασκαλία. Το εφόδιο είναι ένα: «αγάπη για τη γνώση» και «ευγνωμοσύνη σε όλους όσοι συνέβαλαν στην κατάκτησή της».
Από το 2019 είστε Διευθυντής των Μουσικών Σχολών του Ωδείου Αθηνών. Ποιο είναι το κυρίως μέλημά σας σε αυτόν τον ρόλο;
Η χαρά των μαθητών. Το πρώτο, το κύριο, το καθημερινό μου μέλημα είναι το πώς θα γίνει καλύτερη, ευκολότερη, παραγωγικότερη και δημιουργική η παρουσία τους στο Ωδείο. Εμπρός μου βλέπω πρώτα από όλους και όλα τους σπουδαστές και τις ανάγκες τους.
Τι σήμαινε για εσάς η βράβευσή σας από την Ακαδημία Αθηνών;
Ήταν, όπως είχα πει και τότε, καταξίωση όχι μόνον για εμένα αλλά και για όλους τους συναδέλφους της γενιάς μου. Ήμουν πολύ νέος όταν το πήρα… σπάνιο, συνεπώς το αφιέρωσα σε όλους τους «συμμαθητές» μου…
Τι πιστεύετε γενικά για την επιβράβευση σαν κίνητρο;
Θα σταθώ στη λέξη «κίνητρο». Εάν η όποια επιβράβευση γίνει «κίνητρο» όλα είναι καλά. Εάν εκληφθεί ως επίτευξη στόχου κάτι αρχίζει να γίνεται νοσηρό.
Και για την κριτική;
Όταν είναι γόνιμη και από διατυπώνεται από έγκυρους ανθρώπους με αφορά. Όταν είναι άγονη και εκφέρεται από ημιμαθείς θυμώνω.
Ποιος νομίζετε ότι ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας που έπαιξε ρόλο στο χτίσιμο της προσωπικότητάς σας;
Η προσπάθειά μου να συγκεντρώνομαι κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Δούλεψα πολύ για αυτό.
Στην Ελλάδα υπάρχει η αντίληψη ότι η σοβαρή μουσική απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο, εκλεπτυσμένο κοινό, μάλλον περιορισμένο. Ισχύει κάτι τέτοιο ή είναι μύθος;
Και μύθος και αλήθεια. Η καλή μουσική τους αγγίζει όλους. Φυσικά και θα θέλαμε όλοι όσοι ασχολούμαστε με την λεγόμενη σοβαρή μουσική να είχαμε περισσότερο κοινό αλλά αυτό δεν έχει τόση σημασία. Η αξία βρίσκεται στο σεβασμό… δεν πρέπει να εργαζόμαστε για να «αρέσουμε» αλλά για να μας «σέβονται».
Πώς θα μπορούσε να εκπαιδευτεί ο κόσμος ώστε να ακούει και να απολαμβάνει περισσότερο την κλασική μουσική;
Μα στο σχολείο. Εκεί που είναι «όλοι»… το σχολείο είναι ο φυσικός χώρος που κυοφορούνται όλα… η γνώση, ο σεβασμός που είπα προηγουμένως, πρέπει από το σχολείο να ξεκινά.
Στις παρουσιάσεις των έργων σας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό υπάρχει πολύ μεγάλη ανταπόκριση από το κοινό. Πού νομίζετε ότι οφείλεται αυτό;
Δεν μπορώ να το πω διότι δεν το γνωρίζω. Το νιώθω, το διαισθάνομαι όταν συμβαίνει αλλά ποτέ δεν προσπαθώ να το αναλύσω. Δεν το βρίσκω και πολύ παραγωγικό.
Βρίσκεστε σε μία σταθερή, παραγωγική δημιουργική κατάσταση. Χρειάζεται ζήλος και αυτοπειθαρχία για ένα τόσο πλούσιο έργο. Μοιάζει με πρωταθλητισμό. Πώς διαχειρίζεστε τον χρόνο και την ενέργειά σας;
Δεν αφήνω να χαθεί, όντως, ούτε ένα λεπτό της ώρας. Ακόμη κι όταν έχω ανάμεσα σε δύο μαθήματα στο Ωδείο 15’ ή 20΄ θα γράψω ή θα κρατήσω σημειώσεις, θα διαβάσω ή θα αναζητήσω κάτι. Ο χρόνος με κατατρέχει. Την ενέργειά μου την αντλώ ακόμη κι από εκεί που δεν υπάρχει… γι’ αυτό και εξαντλούμαι συχνά.
Στις 18 Απριλίου παρουσιάζεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το έργο σας Cantate Domino (Αινείτε τον Κύριο), opus 101, αρ.1, που θα ακούσουμε και στην συναυλία σας στη Ρόδο. Έχετε τρακ ή όχι, μετά από τόσες επιτυχημένες παρουσιάσεις έργων σας στο εξωτερικό;
Έχω τρακ μόνον όταν δεν είμαι σίγουρος για κάτι, όταν είμαι απροετοίμαστος. Το συγκεκριμένο έργο το δούλεψα πολύ και με απασχόλησε τόσο χρόνο που έχει μεταξύ μας δημιουργηθεί αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Στην παράσταση που θα δοθεί στις 13 Μαϊου στη Ρόδο θα ακούσουμε μεταξύ άλλων και δύο έργα σας που συνθέσατε αποκλειστικά για το νησί, «Τα τραγούδια των Ρόδων» και τη «Φιλέρημο». Πόσο βαθύς είναι ο δεσμός σας με τη Ρόδο;
Ο δεσμός δεν είναι ποτέ βαθύς ή ρηχός. Είναι πάντα δεσμός, απλός και ανθρώπινος. Η Ρόδος είναι η πατρίδα μου, στην Ρόδο δεν «πηγαίνω» αλλά «επιστρέφω». Νιώθω μεγάλη αγάπη για το κάθε τι.
Ποιές ιδιαιτερότητες έχει το έργο «Φιλέρημος»; Σε ποιές συνθήκες και με ποια ψυχική διάθεση το συνθέσατε και γιατί περιμένατε από το 2015 που το ολοκληρώστε έως σήμερα, για να προχωρήσετε στην πρώτη παγκόσμια παρουσίασή του στη Ρόδο;
Η Φιλέρημος είναι ίσως το πλέον αγαπημένο μου μέρος στη Ρόδο. Ακόμη κι αν έρθω στη Ρόδο για 24 ώρες θα ξεκλέψω λίγη ώρα για να πάω. Έχει κάτι από την «ψυχή» της λέξης «Ρόδος» όπως την έχω μέσα στην καρδιά μου. Η διάθεσή μου είναι μάλλον μελαγχολική.
Περίμενα τόσον καιρό διότι δεν ήθελα το έργο να παιχτεί σε πρώτη εκτέλεση κάπου αλλού. Περίμενα επτά χρόνια για να γίνει στη Ρόδο, όπως το είχα φανταστεί. Πρέπει πρώτα να το ακούσουν οι Ροδίτες…
Το έργο σας «Τα τραγούδια των Ρόδων», opus 126 είναι αφιερωμένο στους γονείς σας, Κώστα Τσαλαχούρη και Ισμήνη Φραντζέσκου «για την αγάπη τους για τη Ρόδο». Πώς βιώσατε σαν παιδί αυτή τους την αγάπη;
Η λέξη αγάπη ίσως φαίνεται μικρή… ο έρωτας θα έλεγα. Ο πατέρας μου έχει αφιερώσει τη ζωή του στην ιστορία της Ρόδου. Η αφοσίωσή του και η έγνοια του για αυτόν τον τόπο είναι η ίδια του η αναπνοή. Είναι κάτι σχεδόν ιερό για αυτόν και δεν θα μπορούσε παρά να ενσταλάξει μέσα μου και αγάπη και θαυμασμό.
Η μητέρα μου είναι επίσης ερωτευμένη με το νησί μας. Δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή της σε άλλο τόπο. Έχει κι εκείνη εργαστεί ακάματα για το καλό όλων.
Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
Το μεγάλο μου σχέδιο είναι να μπορώ να κάνω σχέδια, να έχω τη δύναμη και τον καθαρό νου. Θα ήθελα να γράψω μία μεγάλη όπερα… να ένα σχέδιο.
Ένας μουσικός βλέπει τον κόσμο διαφορετικά από ότι οι άλλοι;
Μάλλον ναι, διότι έχει διαφορετική αντίληψη για τη ροή του χρόνου, ενώ παράλληλα παλεύει με το άυλο που είναι ο ήχος.
Φίλιππος Τσαλαχούρης
Ο Φίλιππος Τσαλαχούρης γεννήθηκε στην πόλη Καμίνα του Κονγκό στην κεντρική Αφρική τον Αύγουστο του 1969 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε φλάουτο (τάξη Ν. Δεπούντη) και ανώτερα θεωρητικά (τάξεις Ν. Νευράκη – Αρμονία, Δ. Δραγατάκη – Αντίστιξη & Φούγκα), στο Εθνικό Ωδείο με υποτροφία της κ. Καλομοίρη και των δασκάλων του. Τα πτυχία του συνοδεύονται από διακρίσεις και χρηματικά βραβεία.
Ανάμεσα στα έργα του ξεχωρίζουν οι έξη Συμφωνίες, η δραματική καντάτα Ιούλιος Καίσαρας, οι μονόπρακτες όπερες Το Όνειρο του Σατνή, Πούσκιν, Απιστία ή το Χάρτινο Φεγγάρι και Ο Μιχαήλ Άγγελος στη Ρώμη, οι 24 Ελληνικοί Χοροί για το Μουσείο Μπενάκη, το λειτουργικό δράμα Η ώρα του Μυστικού Δείπνου, το Κοντσερτίνο για βιόλα, το Κοντσερτίνο για κοντραμπάσο, τα δύο Κοντσέρτα για πιάνο, το Κοντσέρτο για φλάουτο, η ελεγεία «Σμύρνη, η πόλη που ταξίδευε στον ουρανό» για βιολί και ορχήστρα, οι τρεις Λειτουργίες, η καντάτα Cerigo, οι δύο Σονάτες για βιολί & πιάνο, οι δύο Σονάτες για βιολοντσέλο & πιάνο, έξη κουαρτέτα εγχόρδων, το χορωδιακό Η Γάτα και το φεγγάρι, Οι δυο Ραββίνοι, Οι επτά Λόγοι του Χριστού επάνω στο Σταυρό κ.ά.
Έργα του παρουσιάστηκαν στην Ελλάδα, τη Ρωσία, την Ισπανία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, την Αγγλία, τη Γαλλία, τη Ρουμανία, την Ουρουγουάη, την Ιταλία, την Τουρκία, την Κίνα, την Ουκρανία, την Αυστρία, την Ταϊβάν, τη Σερβία και τη Γερμανία από συγκροτήματα όπως η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, Χορωδία δωματίου της Ραδιοφωνίας της Μόσχας, Χορωδία της Ακαδημίας Λιστ, Χορωδία Kodàly του Ντέμπρετσεν, Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ, Συμφωνική ορχήστρα του Πάζαρτζικ, Φιλαρμονική «Μιχαήλ Ζόρα» του Bacau, Σολίστες της Πράγας, Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο, Κουαρτέτο του Εδιμβούργου, το Κουαρτέτο Πατρών, Κουαρτέτο Αθηνών, Ελληνικό Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής, Ορχήστρα των Χρωμάτων, Γυναικείο φωνητικό σύνολο Opus Femina, Συμφωνική Ορχήστρα του Πανεπιστημίου Dokuz της Σμύρνης, Ορχήστρα Πατρών, Κλασσική Ορχήστρα του Κιέβου, Λουιζιάνα Συμφωνιέτα, Σόφια Συμφωνιέτα, Φιλαρμονική του Έγκερ, Ορχήστρα Kodàly, ορχήστρα Arcadia Mundi κ.α.
Έχει συνεργαστεί με το Θέατρο Τέχνης, το Εθνικό Θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος κ.α. συνθέτοντας μουσική για έργα των Ιονέσκο, Τσέχωφ, Μπέρνχαρντ, Στρίντμπεργκ, Ροντρίγκες, Αναγνωστάκη, Γκολντόνι, Καμπανέλλη, Παίητζ, Αρού, Κολτές, Ουίλιαμς, Γκάτζο, Λεοτιέ, Χορν, Σαίξπηρ, Ομπράιαν, Ίψεν, Σοφοκλή, Αριστοφάνη, Μίλερ κ.α.
Δίδαξε στο Εθνικό Ωδείο (1990 – 1995), στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης «Κάρολος Κουν» (1991 – 2005) και στο Ωδείο Κόνταλυ ( 1992 – 2017). Από το Σεπτέμβριο του 2004 διδάσκει στο Ωδείο Αθηνών.
Σήμερα κατέχει τη θέση του διευθυντή των Μουσικών Σχολών του Ωδείου Αθηνών.
Εξελέγη τακτικό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών το Μάιο του 1997.
Είναι μέλος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη.
Το Δεκέμβριο του 2008 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου του αλλά και για τη γενικότερη προσφορά του στη μουσική με το βραβείο «Γ. Α. Παπαϊωάννου» με αφορμή τη σύνθεση των «24 Ελληνικών Χορών για το Μουσείο Μπενάκη». Έχει λάβει επίσης το Αργυρό μετάλλιο της πόλης της Ρόδου και το Πανδωδεκανησιακό βραβείο «Βαλσάμη».