Ο Γιάννης Κωσταρής είναι ένας καλλιτέχνης που εκφράζεται μέσα από πολλούς δρόμους: θέατρο, μουσική, συγγραφή, ποίηση. Η μουσικοθεατρική παράσταση “Όταν ο Τόπος σου…” που θα παρουσιάζεται από τις 10 Φεβρουαρίου στο Zp87 στα Εξάρχεια, στάθηκε η αφορμή για την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που είχαμε μαζί του.
Συνέντευξη στην Ευρυδίκη Κοβάνη
Τι σας ενέπνευσε για να γράψετε το έργο «Όταν ο Τόπος σου…»;
Τα σαρωτικά και δραματικά γεγονότα της τελευταίας περιόδου από τον κορονοϊό, τον εγκλεισμό, τον τρόμο, μέχρι τις φωτιές, τις πλημμύρες, τα Τέμπη, την Πύλο, τους πόλεμους στην Ουκρανία, στην Παλαιστίνη και πόσα ακόμα μας δημιούργησαν την ανάγκη να εκφράσουμε την αγωνία μας, περισσότερο να θέσουμε ερωτήματα παρά να εκφέρουμε παγιωμένες θέσεις.
Το συζητήσαμε με τη βασική μου συνεργάτιδα, τη σκηνοθέτιδα Βαλεντίνη Σιόβα και αποφασίσαμε από κοινού το θέμα της παράστασης.
Έπειτα έγραψα το κείμενο, όμως εδώ να σας πω, πως έχω φτιάξει έναν βασικό άξονα, αλλά αυτοσχεδιάζω κιόλας από σκηνής ανάλογα με το πού με πάει η διάθεσή μου αλλά κυρίως η ατμόσφαιρα που παράγεται από την αλληλεπίδραση με τους θεατές. Οπότε το κείμενο έχει πολλές διαφορές από παράσταση σε παράσταση κρατώντας βέβαια πάντα τον βασικό άξονα.
Μετά φτιάξαμε μαζί με την Βαλεντίνη τη δραματουργία που ομολογώ μας δυσκόλεψε αρκετά γιατί δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα να ενώσεις οργανικά κείμενο με τραγούδια σε ένα ενιαίο κι αναπόσπαστο ιστό όπου παράγεται αβίαστα ένας πραγματικός ρόλος.
Επιλέξατε πρώτα τα τραγούδια και μετά γράψατε το κείμενο, ή αντίστροφα;
Πολύ ωραία ερώτηση, γιατί πράγματι στις μουσικοθεατρικές παραστάσεις υπάρχει αυτό το ζήτημα, αν πρώτα βρίσκουμε τα τραγούδια και μετά το κείμενο ή αντίστροφα.
Εμείς το κάνουμε αυτό λίγο παράλληλα, δηλαδή αρχικά βρίσκουμε μια σειρά από τραγούδια που σχετίζονται με το θέμα μας, ταυτόχρονα γράφω και το κείμενο και στην πορεία καθώς κάνουμε τη δραματουργική επεξεργασία με την Βαλεντίνη, κρατάμε τα τραγούδια που ταιριάζουν με την δραματουργία μας, την στηρίζουν και την εξελίσσουν.
Κάποιες φορές ένα κείμενο μπορεί να οδηγήσει σε ένα τραγούδι, ενώ άλλες από ένα τραγούδι προκύπτει το κείμενο ή ακόμα και μια ολόκληρη σκηνή.
Μπορείτε να μας μεταφέρετε κάτι από το κλίμα και την ατμόσφαιρα της παράστασης;
Υπάρχουν πολλές δραματικές σκηνές, αλλά νομίζω έχει ενδιαφέρον πως ο καθένας μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του μέσα σε όλο αυτό και επίσης ο τρόπος με τον οποίο σιγά σιγά ο ήρωας μας μετατοπίζεται συνειδησιακά κι έρχεται στο τέλος η λύτρωση, η οποία δεν είναι μια συγκεκριμένη λύση αλλά αφήνει στον θεατή τη δυνατότητα να την εκλάβει μέσα από το δικό του φίλτρο.
Αυτό βέβαια θα το κρίνει ο καθένας όταν το παρακολουθήσει.
Ασχολείστε με το θέατρο, τη μουσική, τη συγγραφή και την ποίηση. Υπερτερεί μέσα σας κάποια από αυτές τις ιδιότητες;
Ακούγονται πολλά όλα αυτά και καμιά φορά η ενασχόληση με τόσα ίσως δεν μου επιτρέπει να συγκεντρωθώ όσο θα ήθελα σε ένα συγκεκριμένο πράγμα.
Και με έχει απασχολήσει πολύ αυτό, αλλά στην πορεία κατάλαβα ότι με έναν τρόπο όλες αυτές οι τέχνες είναι αλληλένδετες και συγκοινωνούντα δοχεία.
Η μια τροφοδοτεί την άλλη.
Αλλά χωρίς να ξεχωρίζω κάτι, μιας και τα αγαπώ όλα, κάτι διαφορετικό μου δίνει το καθένα, νομίζω πως εν τέλει ο άξονας μου είναι ο λόγος, με την έννοια της αγωνίας του νοήματος κι από εκεί εκκινώ και προχωρώ σε όλα τ’ άλλα.
Δηλαδή έχουμε μια ιδέα για το τι θέλουμε να εκφράσουμε κάθε φορά π.χ. ένα κοινωνικοπολιτικό ή υπαρξιακό ζήτημα και στη συνέχεια επιλέγουμε με ποιο μέσο, με ποιο εργαλείο θα το κάνουμε. Με τη Βαλεντίνη που συνεργαζόμαστε στενά εδώ και χρόνια έτσι δουλεύουμε.
Άλλοτε μπορεί μόνο να γράψω, άλλοτε να παίξω, άλλοτε να τραγουδήσω, συνήθως επιλέγω μια φόρμα που τα συνδυάζει όλα όπως αυτές οι μουσικοθεατρικές παραστάσεις που φτιάχνουμε.
Έχουμε κάνει άλλες δύο: το «Passport project», μια παράσταση για την προσφυγιά και το «Εθεάθην μισός» μια performance παραστασιοποίηση της ομώνυμης ποιητικής μου συλλογής. Αυτή εδώ είναι η τρίτη μας δουλειά με τη συγκεκριμένη φόρμα.
Παράλληλα ετοιμάζω τώρα και τη δεύτερη ποιητική μου συλλογή. Πέρασαν κάμποσα χρόνια από την προηγούμενη που εκδόθηκε στον Κέδρο.
Ενώ ετοιμάζουμε με αξιόλογους μουσικούς και μια μουσική παράσταση που λέγεται «Σταθμοί, ένας αιώνας ελληνικό τραγούδι 1920-2020», μια αναδρομή σε σημαντικά τραγούδια που ανά δεκαετία άφησαν το ίχνος τους, αλληλεπίδρασαν με τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα της κάθε περιόδου κι ακόμα με έναν τρόπο είναι παρόντα και ζωντανά.
Ποια είναι η σχέση του ατομικού με το συλλογικό;
Όλο αυτό το εμπορευματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζούμε μας έχει οδηγήσει σε πλήρη απομόνωση, ο καθένας μέσα στο διαμέρισμα του, μέσα στις προσωπικές του εμμονές και φοβίες, μέσα στο εντελώς ατομικό του πεδίο, καθηλωμένος μπροστά σε οθόνες.
Έτσι είναι αδύνατον να είμαστε καλά.
Μας φταίνε τα πάντα και τρέχουμε στους ψυχολόγους γιατί δε μπορούμε καταρχάς να συνδεθούμε με τον εαυτό μας άρα ούτε με τους άλλους.
Κατά τη δική μας θεώρηση όλα είναι κοινωνικά προσδιορισμένα. Είμαστε κυρίως κοινωνικά προϊόντα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν έχουμε την ατομική μας ταυτότητα και ευθύνη. Όμως χωρίς αίσθηση του συλλογικού, χωρίς αλληλεγγύη και κοινό όραμα ο άνθρωπος δε μπορεί να βρει την εσωτερική του ταυτότητα ούτε να ελευθερωθεί πραγματικά.
Βιώνουμε αυτή την τρομερή εσωτερική αντίφαση, ότι ενώ από παιδιά ήδη απ’ το σχολείο και στη συνέχεια μέσα στην βάρβαρη αγορά εργασίας, μας καλλιεργούν την αίσθηση του ατομικισμού και του ανταγωνισμού, στην πραγματικότητα κανένας μας δε μπορεί μόνος του.
Έτσι καταλήγουμε να υποφέρουμε από την αδυναμία επικοινωνίας και σύνδεσης και κάπου εκεί μέσα σε αυτό το ψυχικό χάσμα, βρίσκουν τη χαραμάδα και τρυπώνουν τα ψυχοφάρμακα, τα ναρκωτικά, οι εμμονές με τα social ή με το sexting και κάθε λογής κατάσταση με την οποία προσπαθούμε να ανακουφιστούμε απ’ το παράλογο.
Τι σημαίνει για εσάς το θέατρο;
Το θέατρο είναι ένας τόπος συνάντησης, μια μυσταγωγία, ένα πεδίο ελευθερίας και μια άσκηση αυτογνωσίας.
Ένα εργαλείο εξέλιξης αρκεί να γίνεται με ανθρώπινους όρους σε πλαίσιο μη ανταγωνιστικό. Να μην ξεχνάμε γιατί μπήκαμε σε αυτή την ιστορία της τέχνης, να θυμόμαστε την αθωότητα του πρώτου καιρού. Να το βλέπουμε σαν παιχνίδι και πάντα με ερευνητική διάθεση.
Γεννιέται ή γίνεται ο καλλιτέχνης;
Και τα δυο πιστεύω.
Εγώ ας πούμε ήμουν ένα παιδάκι σε ένα χωριό, χωρίς καθόλου ερεθίσματα αλλά από μικρός με τραβούσε το θέατρο, τα πάντα που διάβαζα στην Ιστορία ή στη μυθολογία, τα έφτιαχνα σε ιστορίες και τα παίζαμε μετά με τους συμμαθητές μου, τραγουδούσα, έγραφα… θυμάμαι είχα πάρει ένα βραβείο ποίησης στην έκτη δημοτικού με θέμα την Ειρήνη.
Θέλω να πω ποιος μου τα έδειξε όλα αυτά… ίσα ίσα το περιβάλλον της επαρχίας ήταν και ακόμα είναι αρνητικό στα καλλιτεχνικά κι όμως εγώ το γούσταρα κι επέμενα.
Από την άλλη, στην πορεία βέβαια το καλλιεργείς, θα πας σε σχολές, σε ωδεία, θα διαβάσεις, θα το ψάξεις.
Εγώ μέχρι στην Αμερική έφτασα πάνω στην καλλιτεχνική μου αναζήτηση.
Έμεινα καιρό στη Νέα Υόρκη… έβλεπα off Broadway εναλλακτικές παραστάσεις, αλλά και τα mainstream musicals, jazz, είναι απίστευτη η σκηνή αυτή στην Αμερική, πρόλαβα μέχρι και τον Ray Charles την μυθική αυτή μαύρη φωνή στο θρυλικό BB KING jazz bar, είδα τον Βruce Springsteen στο κατάμεστο στάδιο του NJ, musical του Elton John στο Broadway…. ακόμα πήγα σε σχολή θεάτρου, σε στούντιο φωνητικής, έκανα μικρές συμμετοχές με ρόλους λατινοαμερικάνων σε ταινίες του ανεξάρτητου κινηματογράφου κ.λ.π.
Πάντως για μένα ο πραγματικός καλλιτέχνης δεν έχει να κάνει με το περιβόητο και πολυδιαφημισμένο ταλέντο, όσο με το πόσο έχει κανείς μέσα του την αγωνία να εκφραστεί και να επικοινωνήσει.
Με τι συναισθήματα θα θέλατε να φύγουν οι θεατές από την παράστασή σας;
Όσο πιο πολλά νιώσει ένας θεατής σε μια παράσταση τόσο το καλύτερο.
Είναι σημαντικό να κινηθεί κάτι μέσα του κι ο μεγάλος εχθρός μας είναι η βαρεμάρα κι η αδιαφορία. Όμως προτιμούμε να φύγει ο θεατής έχοντας κινητοποιηθεί όχι μόνο το αίσθημα, αλλά κυρίως η συνείδησή του, η σκέψη του. Να αναρωτηθεί για πράγματα και να αναζητήσει μια θέση, ανάλογα ο καθένας πάντα με το βίωμα και την προσλαμβάνουσά του.
Είναι, ας πούμε, η μπρεχτική εκδοχή του θεάτρου αυτή και μας αφορά πολύ.