To Κοντσεντραμέντο της Ρόδου
«Κρυφομιλώντας με τη λευτεριά»
Η νέα ταινία της ομάδας κινηματογράφου “Cine’ Chevalier” του Ιδρύματος Σταματίου με θέμα «Το Κοντσεντραμέντο της Ρόδου» παρουσιάζεται στις 27 & 30 Οκτωβρίου 2020 στο Δημοτικό Θέατρο Ρόδου.
Με αφορμή την πρεμιέρα αυτού του ιστορικού ντοκυμαντέρ συνομιλήσαμε με τους τρεις σκηνοθέτες (Ολυμπία Γκογκέ, Γιώργο Τζεδάκη, Δημήτρη Κόκκινο) και τον συνθέτη της μουσικής της ταινίας, Σάββα Αθανασιάδη.
«Το Κοντσεντραμέντο της Ρόδου» είναι η τρίτη ταινία της Ροδιακής Ταινιοθήκης. Πιστοί στο όραμά τους που ξεκίνησε από την ιδέα να δημιουργήσουν μία σειρά ταινιών τεκμηρίωσης με θέματα που αφορούν αποκλειστικά την ιστορία και τον πολιτισμό της Δωδεκανήσου, οι επικεφαλής της Κινηματογραφικής Ομάδας του Ιδρύματος Σταματίου “Cine’ Chevalier” Γιώργος Τζεδάκης και Δημήτρης Κόκκινος, προχωρούν με σταθερά βήματα και προσθέτουν τη νέα τους δημιουργία στα πρώτα δύο ντοκυμαντέρ «Ο Γιώργος Σεφέρης στα χνάρια της Δωρικής Κρήνης» (2017) και «Η Αποστολή – από τη Ρόδο στο Άουσβιτς» (2019), ενώ για το 2021 προετοιμάζεται «Το πέρασμα του Φώτη Κόντογλου από τη Ρόδο».
Ο Γιώργος Τζεδάκης είναι ο δημιουργός και η ψυχή του “Cine’ Chevalier”. Αντί του χαρακτηρισμού «σκηνοθέτης», προτιμάει να δανείζεται για τον εαυτό του τον αγγλικό όρο “Director” ή τον γαλλικό “Realisateur”, αφού ο ρόλος του είναι να διευθύνει ή να ενορχηστρώνει το όλο εγχείρημα: από την ιδέα στην τεκμηρίωση και στην αφήγηση, από εκεί στην οπτικοποίηση, στη συνέχεια στο μοντάζ και τελικά στη μουσική επένδυση.
Συνέντευξη στην Ευρυδίκη Κοβάνη
Ποιο είναι το θέμα της ταινίας;
Ολυμπία Γκογκέ: Ο εγκλεισμός τριακοσίων πενήντα περίπου Δωδεκανησίων ανδρών που διατηρούσαν την ελληνική υπηκοότητα τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Τάφρο της Μεσαιωνικής Πόλης. Η ταινία περιγράφει το χρονικό των συλλήψεων, την κατάσταση στο στρατόπεδο, τις συνθήκες διαβίωσης, τα φαγητά που έτρωγαν, το πώς περνούσαν, τη μετέπειτα μεταφορά τους στο Καβαλίνι και πολλά άλλα.
Πώς αποφασίσατε να επιλέξετε αυτό το θέμα;
Γιώργος Τζεδάκης: Πρόθεσή μας είναι πάντα να εμβαθύνουμε σε ιστορίες που είναι λιγότερο γνωστές στις νεότερες γενιές και που εξηγούν πώς φτάσαμε στη σημερινή πραγματικότητα. Το επιλέξαμε γιατί υπάρχουν πράγματα σχετικά με την ιστορία μας που δεν γνωρίζουμε αρκετά ή που είναι κάπως ασαφή. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, η Ρόδος βρισκόταν ήδη υπό ιταλική κατοχή. Οπότε, εκ των προτέρων, ύποπτοι ή επικίνδυνοι για εξέγερση θεωρήθηκαν όσοι είχαν ελληνική υπηκοότητα, αυτοί οι τριακόσιοι περίπου Δωδεκανήσιοι που συνελήφθησαν και κλείστηκαν στο Κοντσεντραμέντο. Οι υπόλοιποι είχαν τη λεγόμενη μικρή ιταλική υπηκοότητα, υποχρεωτικά. Φωτίζοντας πτυχές της ιστορίας μας συνδέουμε το παρελθόν με το παρόν, συνειδητοποιούμε την ταυτότητά μας και αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Ποιες δυσκολίες-προκλήσεις συναντήσατε στην πορεία;
Δημήτρης Κόκκινος: Οι δυσκολίες δεν έλειψαν και ποτέ δεν θα λείψουν. Δεν είναι σπαρμένος με ρόδα ο δρόμος της υλοποίησης μίας ταινίας. Ο τρόπος που δουλεύουμε βασίζεται στον καταμερισμό εργασιών ανάμεσα στα μέλη της ομάδας για τα διάφορα στάδια της ταινίας: έρευνα και τεκμηρίωση, πλοκή κι αφήγηση, οπτικοποίηση, μοντάζ, μουσική επένδυση. Όπως πάντα, αρχίσαμε με την ερευνητική μας ομάδα την τεκμηρίωση για το Κοντσεντραμέντο, ένα πολύ ενδιαφέρον κομμάτι που συμπεριλαμβάνει τη βιβλιογραφική και διαδικτυακή έρευνα, παράλληλα με την αναζήτηση και την επικοινωνία με πρόσωπα, συνεντεύξεις, κατά τόπους επισκέψεις κλπ. Μία από τις σημαντικότερες δυσκολίες αφορούσε το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους έγκλειστους έχουν φύγει πλέον από τη ζωή. Οπότε έχουμε μαρτυρίες κυρίως συγγενών και οικείων τους. Πάντως υπήρξαμε αρκετά τυχεροί ώστε να προλάβουμε και μία πρωτογενή μαρτυρία από κάποιον εν ζωή έγκλειστο του Κοντσεντραμέντο, τον κ. Γιώργο Καλλιγά! Παράλληλα, ερευνώντας το πολύτιμο υλικό που φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Γ.Α.Κ.) κατορθώσαμε και ανασύραμε άγνωστα ντοκουμέντα εκείνης της περιόδου. Τέλος, το να εκμαιεύσεις μια αυθεντική προφορική μαρτυρία δεν είναι απλή υπόθεση. Απαιτείται εξοικείωση, χρόνος, διακριτικότητα, σεβασμός και ουσιαστική γνωριμία με τα πρόσωπα και κυρίως να οικοδομήσεις μια σχέση εμπιστοσύνης. Να πείσεις τους ανθρώπους για τις προθέσεις σου, τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα με την οποία πρόκειται να διαχειριστείς ένα υλικό τόσο πολύτιμο όσο οι μνήμες, η κρίση και τα βιώματά τους.
Πώς ήταν τα γυρίσματα;
Γιώργος Τζεδάκης: το επόμενο βήμα μετά την έρευνα ήταν η οπτικοποίηση, τα γυρίσματα. Έχοντας μαζέψει άφθονο υλικό, η δυσκολία μας ήταν, ξέροντας πλέον τι θέλουμε να προβάλλουμε, να βρούμε τώρα το «πώς» θα το προβάλλουμε! Δεν θέλαμε να δείξουμε βαρετά “talking heads”, πρόσωπα που μιλάνε ατελείωτα σ’ ένα θέαμα που καταντάει μονότονο. Έπρεπε να προσθέσουμε κινηματογραφικό ενδιαφέρον. Έτσι κάναμε ένα ενδιαφέρον decoupage και πολλά reperages, με μετακινήσεις στα σπίτια των μαρτύρων, λήψεις στα μέρη που διαδραματίσθηκαν τα γεγονότα, στην Τάφρο, στο Καβαλίνι και άλλα.
Το μοντάζ θεωρείται σημαντικό στάδιο στην ολοκλήρωση μίας ταινίας. Πώς επιλέξατε από τόσο υλικό τι θα κρατήσετε και τι θα δει τελικά το κοινό;
Ολυμπία Γκογκέ: Είκοσι ώρες αρχειακού υλικού και αφήγησης σε ροή που η διάρκειά του έπρεπε να συμπυκνωθεί σε μία ώρα! Έχοντας παρακολουθήσει τρία χρόνια τα μαθήματα στο “Cine’ Chevalier” θα ήθελα να δανειστώ μια φράση που πρωτάκουσα από τον Γιώργο Τζεδάκη, ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν τρεις ταινίες: αυτή που φαντάζεσαι όταν ξεκινάς να τη φτιάξεις, αυτή που τραβάς και αυτή που τελικά δείχνεις στο κοινό! Στο μοντάζ διατηρήσαμε τα στοιχεία που κρίναμε ως πιο ενδιαφέροντα και πιο σημαντικά. Σκοπός μας ήταν να κάνουμε ένα ιστορικό ντοκουμέντο, αντικειμενικό και ικανό να βλέπεται από όλους σε βάθος χρόνου. Επίσης χρησιμοποίησα κάποια τεχνάσματα ώστε να πετύχω την ομαλή μετάβαση από την κάθε ενότητα στην επόμενη, με έναν τρόπο κινηματογραφικό, χωρίς να το αντιλαμβάνεται ο θεατής.
Πόσες και ποιες είναι οι ενότητες του ντοκυμαντέρ;
Δημήτρης Κόκκινος: Είναι πέντε. Πρώτη είναι η εισαγωγή και αφορά στα γεγονότα που προηγήθηκαν του Κοντσεντραμέντο, δηλαδή σε μια σύντομη ιστορική επισκόπηση της περιόδου της Ιταλοκρατίας. Δεύτερη είναι ο πρόλογος, που αναφέρεται στην κρίσιμη ημέρα της 28ης Οκτωβρίου. Στην τρίτη μπαίνουμε στο κυρίως θέμα, δηλαδή στην πρώτη φάση της λειτουργίας του στρατοπέδου στην τάφρο της παλιάς πόλης, όπου αποτυπώνονται μέσα από μαρτυρίες οι συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων, με αρκετές λεπτομέρειες. Στην τέταρτη ενότητα παρακολουθούμε τη μεταφορά τους στη δεύτερη τοποθεσία εγκλεισμού στο Καβαλίνι, πίσω από το σημερινό Δημαρχείο. Τέλος, η πέμπτη είναι ο επίλογος που αναφέρεται στο τέλος της Ιταλοκρατίας και στην κατοχή των Γερμανών. Εκεί αναδεικνύεται και η αξιομνημόνευτη στάση που κράτησαν οι Δωδεκανήσιοι, που σε πολλές περιστάσεις πρόσφεραν καταφύγιο στους Ιταλούς, τους πρώην θύτες τους, την περίοδο που τους καταδίωκαν οι Γερμανοί. Μια στάση που αποτυπώνεται και στο συγγραφικό έργο του αείμνηστου Φώτη Βαρέλη. Μάλιστα, ως φόρος τιμής, ο υπότιτλος της ταινίας μας: «Κρυφομιλώντας με τη λευτεριά» παραπέμπει στο περίφημο επίγραμμά του που είναι χαραγμένο σε βράχο της Σύμης έξω από το σπίτι όπου υπογράφηκε στις 8 Μαΐου 1945 το πρωτόκολλο της παράδοσης της Δωδεκανήσου από τον αρχηγό των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων.
Κύριε Αθανασιάδη, πώς δημιουργήσατε αυτή την ιδιαίτερη μουσική που ντύνει την ταινία;
Σάββας Αθανασιάδης: Ευχαριστώ πολύ την Ολυμπία που με πρότεινε και τους κ. Τζεδάκη και Κόκκινο για την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν. Ήταν μία ιδιαίτερη εμπειρία για εμένα, μία πρόκληση να συνθέσω μουσική για κινηματογραφικό σκοπό. Μου βγήκε με πολύ φυσικό τρόπο. Μόλις μπήκα στο πνεύμα της ταινίας, η μουσική αναδύθηκε λες και υπήρχε μέσα μου από πάντα. Μου έκανε εντύπωση, διότι δεν μου ήταν κάτι οικείο, συνήθως ασχολούμαι με διαφορετικό είδος μουσικής. Μάλιστα, ενώ την είχα ήδη έτοιμη, αποφάσισα να προσθέσω και τη μελωδία του μαντολίνου, χαρακτηριστικού οργάνου εκείνης της εποχής. Προσπάθησα αρχικά να το κάνω με ένα αυθεντικό μαντολίνο εκείνης της εποχής, ήταν πολύ δύσκολο, αλλά τελικά το μαντολίνο έκανε τη διαφορά δίνοντας αυτή την έντονα νοσταλγική ατμόσφαιρα.
Όσο αντικειμενικό και λιτό κι αν είναι το ντοκυμαντέρ, πάντα αφήνει στον θεατή κάτι παραπάνω, συναισθήματα, σκέψεις… Σε τι διαφέρει από ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ;
Ολυμπία Γκογκέ: Το ντοκυμαντέρ προϋποθέτει πολύωρη ή και πολυήμερη έρευνα, τεκμηρίωση, προεργασία. Η βασική τους διαφορά είναι ότι το ντοκυμαντέρ διαθέτει σκηνοθεσία, δηλαδή διαφορετική διαδικασία, πολύ μεγαλύτερη εμβάθυνση και υψηλότερη αισθητική.
Υπάρχουν κάποιοι που σας βοήθησαν σε όλη αυτή την πορεία;
Γιώργος Τζεδάκης: Βεβαίως και θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά την κα Βούλα Γιορδαμνή-Κασσάνη, την κα Ειρήνη Τόλιου, την κα Ελένη Γλεντή που μας παραχώρησε αρχειακό υλικό του 2000, τον δημοσιογράφο κ. Γιώργο Ζαχαριάδη και τόσους άλλους! Συνολικά περισσότερα από 30 άτομα συνέβαλαν εθελοντικά, με το δικό τους τρόπο ο καθένας, στη δημιουργία της ταινίας. Και φυσικά το Ίδρυμα Σταματίου που πάντα μας παρέχει τον απαραίτητο εξοπλισμό και στηρίζει την κινηματογραφική ομάδα “Cine’ Chevalier”, καθώς και τόσες άλλες πολιτιστικές δράσεις όπως την ομάδα φωτογραφίας, την θεατρική ομάδα, την ομάδα εικαστικών, εκδόσεις βιβλίων κ.α.
Αφιερώνετε τόσο χρόνο και κόπο χωρίς κάποια υλική ανταμοιβή. Κανένας σας δεν πληρώνεται για όσα κάνετε. Τι νιώθετε ότι κερδίζετε φτιάχνοντας ταινίες και συνεχίζετε;
Όντως δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Όμως εξακολουθούμε να το κάνουμε με τον ίδιο ζήλο και μεράκι. Μπορεί το όφελος να μην είναι υλικό, όπως είπατε, αλλά είναι ηθικό: η θερμή ανταπόκριση του κοινού στις αίθουσες, η αποδοχή των ταινιών μας από τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς στα σχολεία όπου επίσης προβάλλονται και μάλιστα με την ενεργό συμμετοχή των παιδιών, που δεν βλέπουν απλά μία ταινία, αλλά δουλεύουν εκπαιδευτικά επάνω σ’ αυτήν. Σε τελευταία ανάλυση, κερδίζουμε κάτι πολύ πιο σημαντικό: την αίσθηση ότι εκπληρώνουμε ένα σκοπό, ότι με τον τρόπο μας βάζουμε ένα μικρό λιθαράκι στην καλύτερη κατανόηση της ιστορίας και του παρελθόντος μας. Αυτό μας είναι αρκετό και με το παραπάνω!