Η Μαρία Μαμαλίγκα μας προσκαλεί και μας ξεναγεί σε ένα γοητευτικό εσωτερικό και εξωτερικό ταξίδι μέσα από τις σελίδες της νουβέλας της “Μερκάντο” που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εστία.
Το βιβλίο παρουσιάζουν ο Δήμος Ρόδου και το Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης Δήμου Ρόδου την Τρίτη 11 Ιουνίου, στις 19.30 στο Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης Δήμου Ρόδου – Νέα Πτέρυγα.
Συνέντευξη στην Ευρυδίκη Κοβάνη
Photo Μαρία Αλεξίου
Ας ξεκινήσουμε με το όνομα του βιβλίου. Τι σημαίνει «Μερκάντο» και γιατί διαλέξατε αυτόν τον τίτλο;
Ο τίτλος αυτός θα έλεγα ότι με διάλεξε, δεν τον διάλεξα εγώ ακριβώς. Μου επιβλήθηκε από το θέμα, την εποχή και την ιστορία των ηρώων μου.
«Μερκάντο» στα εβραιοϊσπανικά σημαίνει αυτόν που εξαγοράστηκε με λύτρα από τον Άγγελο του Θανάτου. Οι Σεφαραδίτες της Ρόδου, για να σώσουν κάποιον δικό τους που είχε αρρωστήσει σοβαρά και κινδύνευε να πεθάνει, έσφαζαν στον δρόμο μια αγελάδα και μοίραζαν το κρέας της στους φτωχούς – κάτι αντίστοιχο δηλαδή με τα τάματα «υπέρ υγείας» των Ορθόδοξων Χριστιανών. Το έθιμο αυτό καταργήθηκε από τους Ιταλούς. Η λέξη Μερκάντο χρησιμοποιείται και ως κύριο όνομα.
Ποιο συναίσθημα κυριαρχούσε μέσα σας καθώς γράφατε το βιβλίο;
Κυριαρχούσαν πολλά και αντιφατικά συναισθήματα. Συναισθήματα που συνοδεύουν το πένθος και συναισθήματα που συνοδεύουν τη χαρά.
Πώς θα το χαρακτηρίζατε με μία λέξη;
Πρόκειται για μια νουβέλα ενηλικίωσης σε δύσκολους καιρούς. Καθώς και για την ιστορία μιας επίπονης, αλλά επιτυχημένης «μετάδοσης».
Η μορφή της νουβέλας απλώς προέκυψε ή ήταν επιλογή σας;
Όταν ξεκίνησα να γράφω την ιστορία που οδήγησε σ’ αυτή τη νουβέλα, δεν είχα υπόψη μου πώς θα εξελισσόταν και τι έκταση θα είχε. Πολύ σύντομα ανακάλυψα ότι δεν της ταίριαζε η μικρή φόρμα του διηγήματος. Και λίγο αργότερα, κατάλαβα ότι θα γινόταν νουβέλα.
Πώς γεννήθηκε μέσα σας η ιδέα και η έμπνευση για το θέμα σας;
Έπαιξαν ρόλο κάποια διαβάσματα∙ το περιδιάβασμα στις γειτονιές του κάστρου της Ρόδου∙ ένα ταξίδι στην Κρακοβία που με συγκλόνισε, λειτουργώντας ως κάθοδος στον Άδη∙ μια πεζοπορία στο μονοπάτι που οδηγεί από τους Δελφούς στη θάλασσα η οποία λειτούργησε αντίστροφα από το Άουσβιτς, σαν η άνοδος από τον Άδη στο φως.
Οδηγήθηκα στο Εβραϊκό Μουσείο της Ρόδου μέσω Κρακοβίας, αρκετά παράδοξο αυτό. Και χρειάστηκε να περπατήσω στους Δελφούς για να φωτίσω μέσα μου το αρχέγονο σκοτάδι της βίας.
Σε ποια εποχή και σε ποια μέρη διαδραματίζεται η ιστορία;
Διαδραματίζεται στη Ρόδο, στο Μαρμαρίς, στο Άουσβιτς, στην Κωνσταντινούπολη και στην Ασντόντ, ανάμεσα στο 1943 και στο 1947. Δηλαδή ξεκινά με την ιταλική και γερμανική κατοχή στα Δωδεκάνησα και ολοκληρώνεται με μία επίσκεψη της ηρωίδας στην Παλαιστίνη, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ποια είναι η σχέση σας με αυτά τα μέρη κι εκείνη την εποχή;
Την εποχή και τους τόπους γνώρισα κυρίως μέσα από πολυετή έρευνα. Η εποχή, πέρα από το ότι είναι ιστορικά πολύ ενδιαφέρουσα, ήταν και κρίσιμη για την τύχη των Δωδεκανήσων.
Από τους τόπους που αναφέρω, βιωματικά γνωρίζω καλύτερα τη Ρόδο, μια και είναι η πόλη όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, ως εκ τούτου η πόλη με το μεγαλύτερο συναισθηματικό φορτίο για μένα. Την Κωνσταντινούπολη την είχα επισκεφτεί στα φοιτητικά μου χρόνια κι αργότερα κάποιον χειμώνα, με πολύ χιόνι.
Πόση έρευνα χρειάστηκε να κάνετε και για πόσο χρόνο ώστε να αντλήσετε τα απαραίτητα για την αφήγησή σας ιστορικά στοιχεία;
Την εποχή των μαθητικών χρόνων στη Ρόδο, δεν ακούγαμε και πολλά για τη σύγχρονη ιστορία της πόλης μας. H ιστορία που διδαχθήκαμε έφθανε χονδρικά έως την άλωση της Ρόδου από τους Οθωμανούς.
Πολύ αργότερα, στο Εβραϊκό Μουσείο της Ρόδου συνειδητοποίησα το οδυνηρό τέλος μιας κοινότητας και μιας εποχής. Ένιωσα σαν να σκίστηκε ένα πέπλο αποσιώπησης, εσωτερικά και εξωτερικά. Και υποδέχτηκα αυτό που αναδύθηκε, που υπήρχε ήδη μέσα μου σαν απόηχος, σαν ξεφτισμένο κουρέλι της μνήμης, σαν αφηγήσεις που δεν είχαν επαρκώς μεταδοθεί.
Ανέτρεξα σε εφημερίδες εποχής, σε άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες. Στις εικόνες τους συναντούσα άγνωστους ανθρώπους που έμοιαζαν σαν να ήταν παρόντες στα παιδικά μου χρόνια. Διάβασα πολλά ιστορικά βιβλία και μαρτυρίες για τον πόλεμο και τη Σοά.
Ιδιαίτερα χρήσιμα βρήκα τα απομνημονεύματα κατοίκων ή επισκεπτών της Ρόδου από τον καιρό του πολέμου -ορθόδοξων, καθολικών, εβραίων και μουσουλμάνων- μια και μεταφέρουν το άρωμα της εποχής από την προσωπική σκοπιά και με το ιδιαίτερο ύφος του κάθε συγγραφέα.
Ο στόχος ήταν να συμπληρώσω μέσα μου και δια της γραφής, ένα μέρος της αφήγησης που μου έλειπε. Ελπίζω να το έχω μεταδώσει επαρκώς, να λειτουργήσει το «Μερκάντο» ως αρχικό κείμενο, να επιτρέψει στον κάθε αναγνώστη, ανεξαρτήτως γενιάς, να αναγνωρίσει -με αφετηρία αυτό- μια δική του, καθαρά προσωπική, μελωδία.
Η έρευνα των πηγών κράτησε περισσότερο από πέντε χρόνια και συνεχίζεται ακόμη.
Μιλήστε μας λίγο για την ηρωίδα σας. Ποια είναι η κινητήριος δύναμή της;
Η ηρωίδα διαθέτει σε μεγάλο βαθμό ψυχικό σθένος και αυτό που κοινώς λέγεται «δίψα για ζωή». Στην περίπτωσή της αυτό μεταφράζεται κυρίως στην επιθυμία της να ερωτευτεί και στην επιθυμία της να γνωρίσει.
Αν και συνδέεται βαθιά με την οικογένειά της και την κλειστή κοινότητα από την οποία προέρχεται, δεν διστάζει να αγαπήσει το διαφορετικό, να φύγει, να εξοριστεί και τελικά να πάρει εκείνη την απόσταση που χρειάζεται για να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό της και τους άλλους∙ με άλλα λόγια να υποδεχθεί την πολύπλευρη κληρονομιά των προγόνων της και να τη μετουσιώσει σε δικό της λόγο.
Η ηρωίδα έτσι πετυχαίνει την αυτοπραγμάτωση, σε εποχές μεγάλης διακύβευσης, λόγω των δεινών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και των γεγονότων που ακολούθησαν τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Δωδεκάνησα και αλλού.
Στο βιβλίο συχνά προσδιορίζεται μέσα από τους οικογενειακούς της ρόλους, αναφερόμενη σαν εγγονή του ραβίνου, κόρη του τυπογράφου κλπ. Θα γίνει κάποτε αυθύπαρκτη και αν ναι, πώς θα το καταφέρει;
Η ενήλικη ταυτότητά μας αποτελεί ψηφιδωτό παλαιότερων και διαφορετικών εαυτών. Η κάθε ψηφίδα θα μπορούσε να έχει και το δικό της όνομα. Διαφορετικός είναι ο εαυτός του νηπίου, του παιδιού, του εφήβου, του ενηλίκου∙ ο εαυτός όσων έχουν αδέλφια είναι διαφορετικός από αυτών που δεν έχουν.
Τα επαγγέλματα και η κοινωνική θέση των γεννητόρων στέλνουν το δικό τους φως ή σκοτάδι στους οικογενειακούς μας ρόλους. Φανταστείτε τι θα μπορούσε να σημαίνει ένας ραβίνος παππούς κι ένας τυπογράφος πατέρας σε μία μικρή θρησκευτική και νησιωτική κοινότητα.
Ο έρωτας, επίσης επηρεάζει την ταυτότητα και μας αλλάζει, μια και καθρεφτιζόμαστε πάντοτε στα μάτια των σημαντικών άλλων της ζωής μας. Οι δάσκαλοι, οι καθηγητές, οι γείτονες, οι φίλοι, οι σύντροφοι στις ομάδες στις οποίες διαλέγουμε να ενταχθούμε, είναι εν δυνάμει, λιγότερο ή περισσότερο, «σημαντικοί άλλοι» για μας.
Έτσι η ηρωίδα, όταν συνειδητοποιεί ότι έχει ενηλικιωθεί, διαπιστώνει ότι εμπεριέχει όλους τους παλαιότερους και διαφορετικούς εαυτούς της.
Πότε ενηλικιώνεται μία γυναίκα εκείνης της εποχής;
Δεν ενηλικιώνονται πάντοτε όλοι, ούτε τότε, ούτε και τώρα. Μπορεί κάποιος να πεθάνει στα βαθιά του γεράματα και να συμπεριφέρεται σαν ανώριμος έφηβος.
Κάποιες κοινωνίες έχουν επινοήσει διαβατήριες τελετές, για να βοηθήσουν τα μέλη τους να ενηλικιωθούν. Ο πόλεμος, καθώς και άλλες κοινωνικές ή φυσικές καταστροφές, πολλές φορές αναγκάζει τους ανθρώπους να ενηλικιωθούν απότομα και επώδυνα, για να καταφέρουν να επιβιώσουν. Σε κάποιους η ζωή βάζει το δίλημμα ενηλικίωση ή θάνατος.
Τι σας ενεργοποιεί για να γράφετε;
Συνήθως τα ρεύματα που κινούν έναν συγγραφέα να γράψει είναι υπόγεια και δεν ανιχνεύονται εύκολα.
Σίγουρα πάντως στον αφρό διακρίνω το ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, την Ιστορία, ατομική και συλλογική και τη Ρόδο.
Το «Μερκάντο» είναι το ένατο βιβλίο σας και το πρώτο για ενήλικες. Ήταν διαφορετική αυτή τη φορά η διαδικασία της συγγραφής;
Αναφέρεστε προφανώς στα οκτώ βιβλία για παιδιά που εξέδωσα στο παρελθόν, τελευταίο αν δεν κάνω λάθος ήταν «Το Ψάρι που ακολούθησε το όνειρό του» που κυκλοφόρησε το 2002 από το Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης της Ρόδου.
Πέρασαν 22 χρόνια από τότε μέχρι να κυκλοφορήσει το «Μερκάντο», το πρώτο μου βιβλίο για ενηλίκους. Όπως έχουμε ήδη σχολιάσει, η διαδικασία ενηλικίωσης είναι μακρά και επίπονη πολλές φορές (γέλιο).
Είτε γράφω για παιδιά είτε για ενηλίκους, κάτι βαθύτατα με κινεί. Κάποιος σοφός έχει πει: «Δεν μπορείς να μαγέψεις, αν δεν μαγεύεσαι».
Αν υπάρχει, ποιος θα λέγατε ότι είναι ο ιδανικός σας αναγνώστης;
Η πράξη της ανάγνωσης είναι δημιουργική, όπως και η πράξη της συγγραφής. Σε φέρνει κάθε φορά αντιμέτωπη με πτυχές της ιστορίας σου και της ταυτότητάς σου.
Οι ιδανικοί αναγνώστες κάθε συγκεκριμένου βιβλίου, θεωρώ ότι είναι αυτοί που αισθάνονται ότι αν δεν το είχαν διαβάσει, ο κόσμος τους θα ήταν φτωχότερος.
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΑΡΙΑ ΜΑΜΑΛΙΓΚΑ
Η Μαρία Μαμαλίγκα γεννήθηκε στη Ρόδο. Σπούδασε χημεία και σινεμά, σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, στην Αθήνα (ΕΚΠΑ) και στην Αγγλία (UEA).
Έχει διδάξει επί εξαετία γεννήθηκε Διδακτική Φυσικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου στη Ρόδο. Σήμερα διδάσκει κινηματογράφο στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.
Έχει δημοσιεύσει διηγήματα και κριτικά κείμενα για τα εικαστικά και τον κινηματογράφο σε εφημερίδες και περιοδικά. Το βιβλίο Μερκάντο (Εστία, 2024) είναι η πρώτη της νουβέλα.