Διάλογος του Φώτη Βαρέλη με τα παιδιά για τη ζωγραφική του
Ο Φώτης Βαρέλης είχε κάποτε μια διαφωτιστική συζήτηση με τους μαθητές μου, στους οποίους δίδασκα ζωγραφική στην Ακαδημία. Η συζήτηση αυτή έγινε το Μάρτιο του 1996 στην έκθεση των έργων του, μετά από δική μου επίμονη προτροπή στον ίδιο, που διοργανώθηκε στο βιβλιοπωλείο «Το Δέντρο». Στη συζήτηση αυτή αναφέρει μερικές σκέψεις του για τη ζωγραφική του.
Σε σχετικές ερωτήσεις των παιδιών απαντά: «Εγώ, παιδιά μου, δεν είμαι ζωγράφος. Στα γερατειά μου είπα και γω να ζωγραφίσω σαν μικρό παιδί, όπως κάνετε κι εσείς που παίζετε κάποιες φορές με τα χρώματα. Έμπαινα κάτω από τις μανταρινιές, κοίταζα κι ήταν ολόμαυρες. Πώς θα κάμω αυτό το μαύρο, έλεγα, να το δουλέψω έτσι ή αλλιώς; Ανακάλυψα τη θέση που είχε το μαύρο στη ζωγραφική, ανακάλυψα ότι χωρίς το μαύρο δεν κάνεις τίποτε. Ό,τι δέντρο και να ’ναι, αν δε μάθεις να δουλεύεις με το μαύρο, τίποτε δε γίνεται.
Από ‘κει σιγά σιγά ανακατεύτηκα που ανακατεύτηκα με τα χρώματα, εμπογιατίστηκα με τις μπογιές, στο τέλος τα βόλεψα, έκαμα κάτι… Εστεκόμουν και κοίταζα το έργο που έκαμα κι έλεα: Εγώ το ’καμα αυτό; Και ύστερα, πρέπει να πω, δεν πάω από ένα δρόμο μόνο, δεν εφαρμόζω ένα τρόπο στη ζωγραφική μου. Να, έξαφνα εκείνο εκεί πέρα το έργο το βλέπετε; Πρώτα πάνω ήταν ο ουρανός και κάτω η θάλασσα. Μια μέρα ξαφνικά το γύρισα ανάποδα, έβαλα μπρος κι έκαμα ένα άλλο πράμα».
Όταν τα παιδιά τον ρωτούν με τι χρώματα ζωγραφίζει, απαντά: «Με όλα! Με λάδι και με παστέλ και με τέμπερα. Πρώτα αρχίζω με τέμπερα που στεγνώνει γρήγορα και μετά συνεχίζω με τα άλλα υλικά. Μια φορά έκαμα ένα έργο με τέμπερα. Δε μου άρεσε. Μια μέρα έβγαλα το πινέλο μέσα από το νέφτι, τα ’σβησα όλα κι έκαμα από πάνω ένα άλλο έργο. Βγήκε ένα ωραίο πράγμα, καπνός σύννεφο… Η λαχτάρα μου μ’ έκανε να παλεύω με τα χρώματα».
Όταν τα παιδιά τον ρωτούν, αν βγήκε κάποια φορά έξω στη φύση για να τη ζωγραφίσει, απαντά: «Όχι, παιδιά μου, δε βγήκα στη φύση, γιατί και να ’βγαινα δε θα τα κατάφερνα. Εγώ δε μπορώ να ζωγραφίσω όπως οι άλλοι ζωγράφοι. Εγώ ξεκινώ για να κάνω κάτι, βγαίνει μια μουντζούρα. Πάω μακριά και λέω: ας το κάνω αυτό να γίνει ένα ωραίο δέντρο μ’ ένα βράχο δίπλα. Πάω, ξεκινώ, πέφτει η μπογιά πολλή κι αντί για βράχος βγαίνει θάλασσα. Εγώ δεν το περίμενα. Πάω πάλι μακριά, βλέπω αυτό που έκαμα και λέω: Α! Ένα ωραίο μονοπάτι και στο βάθος είναι ο ουρανός! Πάω να το κάμω και βγαίνει άλλο πράμα, βγαίνει λεοντάρι. Και σιγά σιγά με πείσμα το προχωρώ.
Να, αυτά εκεί τα τρία έργα με τυράννησαν πολύ. Το ένα το ’καμα πρώτα κι ήταν ένα χωριουδάκι με σπίτια και γύρισε σε λίμνη, μετά γύρισε σε βουνά και σε χωράφια… Το είδε πριν ο κύριός σας που ’ταν ακόμη με δεντράκια στη σειρά. Και πίσω-πίσω θυμώνω, να και γω με τη μουτζούρα, και μετά σταματώ και λέω: αν αυτή η μουτζούρα γίνει πλατάνι, επέτυχα. Κι έκαμα τη μουτζούρα πλατάνι, κι έκαμε κέντρο ο πίνακας. Γιατί πρώτα έβλεπες τα δέντρα όλα και τα βουνά το ίδιο. Τώρα όμως βλέπεις το ρυάκι που το σκεπάζουν τα πλατάνια και στέκεις και λες: τώρα θα ξεπεταχτεί από ‘κει μέσα μια νεράιδα. Εσυγκεντρώθηκε όλο το νόημα του έργου πάνω στο ρυάκι. Τα πλατάνια έγιναν για το ρυάκι, τα βουνά κι ο κάμπος έγιναν για τα πλατάνια. Τώρα είναι καλός, είπα…
Χαλούσα κάθε τόσο τα έργα μου. Μετά ένα μήνα τα ξανάπιανα, μετά έξι μήνες τα ξανάπιανα. Έτσι έγινε και μ’ αυτό το έργο, αρρώστησα, το παράτησα για καιρό, μα στο τέλος και πίσω-πίσω βγήκε ένα ωραίο πράγμα. Τώρα έχω ένα μισοτελειωμένο πεύκο καμπούρικο. Θα δούμε τι θα γίνει στο τέλος. Αν μείνει πεύκο πάλι καλά. Στη ζωγραφική πρέπει να ’χεις και λίγη τύχη, τι λέω, και πολλή μάλιστα, για να προχωρήσεις. Η τύχη πολλές φορές σε παίρνει και σε οδηγεί».
Όταν τα παιδιά τον ρωτούν, γιατί πάντοτε ζωγραφίζει θέματα από τη φύση, απαντά: «Εκεί μέσα, παιδιά μου, έζησα, εκείνη ξέρω κι εκείνην αγαπώ. Μετά βλέπω τις ζωγραφιές μου και χαίρομαι, γιατί, μη νομίζετε που δε χαίρομαι με τα έργα μου. Τα ’χω απέναντί μου, βγάζω όποιο θέλω, το βλέπω, και γράφω τα δικά μου. Δε ζωγραφίζω τη θάλασσα, γιατί δεν την ξέρω, δεν ήμουν ναυτικός. Έχω στιγμές που λέω: Να μπορούσα να ζωγραφίσω τους ανθρώπους που αγαπώ, που μ΄ αγαπάνε… Ξέρω, είναι πολύ δύσκολο για μένα…»
Και η συζήτηση τελειώνει με τα παρακάτω λόγια: «Η ζωγραφική, η ποίηση και η λογοτεχνία για μένα είναι το ίδιο. Και τα ποιήματα που γράφω, τα πιο πολλά είναι εικόνες από τη φύση. Μιλώ για το σύννεφο και το πλατάνι, όπως σχεδόν το ίδιο με τη ζωγραφική μου. Να, εκεί στα βουνά, πόσο θα ’θελα να βυθιστώ τώρα, ν΄ ανέβω και να περπατήσω. Αλλά δεν μπορώ, είμαι γέρος πια.
Είμαι σαν το παιδί, που πέφτει μέσα στο νερό για να πιάσει τα ψάρια, δεν έχω άλλο τρόπο να παλέψω. Πήρα στη ζωή μου ένα δικό μου δρόμο παράξενο. Το ίδιο και στη ζωγραφική, που την έπιασα σε ηλικία 82 χρονώ! Φαίνεται, ήταν στο αίμα μου να ζωγραφίσω από μικρός, αλλά δεν το ’καμα ποτέ. Όταν ήρθε κάποια μέρα ένας γνωστός μου και μου ’δειξε τα σύνεργα, τα ’πιασα και ξύπνησε αυτό που είχα μέσα μου. Το πρώτο μου έργο που χάθηκε ήταν ένα πλατάνι. Το δεύτερο ένα δέντρο που παρακαλά με τα κλαδιά του το θεό να μην καεί.
Όταν ζωγραφίζω, δε σκέφτομαι τίποτε. Έρχεται μια εικόνα, εμφανίζεται ξαφνικά… Θυμώνω, μου ’ρχεται αυτό που ζωγραφίζω να το σκίσω, όταν τελειώσω όμως και ευχαριστηθώ, τότε το βλέπω και το ξαναβλέπω. Όταν είναι να πάω στη βιβλιοθήκη, όπως συνηθίζω κάθε πρωί, πάω κρυφά κι ανοίγω το δωματιάκι που ζωγραφίζω. Το βλέπω λίγο και κλείνω πάλι και φεύγω».
Απόσπασμα από το κείμενο του Μάνου Αναστασιάδη «Το εικαστικό έργο του Φώτη Βαρέλη. Μια ποιητική και αισθητική περιδιάβαση στο έργο του».