Ο Τάκης Χρυσικάκος δεν χρειάζεται συστάσεις. Στο απόγειο της καλλιτεχνικής του ωριμότητας, ο αγαπημένος ηθοποιός ετοιμάζεται να μας συνεπάρει με την παράσταση “Τα Κατά Μάρκον – Μια Ρεμπέτικη Λειτουργία”.
Δύο στην κυριολεξία Άγιοι της Ελληνικής μουσικής παράδοσης ζωντανεύουν στο θεατρικό σανίδι, ξυπνώντας μουσικές και ιστορικές μνήμες, αφού σηματοδοτούν σημαίνουσες στιγμές της Ελληνικής ιστορίας την οποία όχι μόνο βίωσαν κυριολεκτικά στο πετσί τους, αλλά και την τραγούδησαν.
Είναι ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Μιχάλης Γενίτσαρης που θα δούμε στη σκηνή του “Τόπος Αλλού” και σε δύο παραστάσεις στις 26 και 27 Απριλίου στο Δημοτικό Θέατρο Ρόδου, σε μία συγκλονιστική ερμηνεία του Τάκη Χρυσικάκου ο οποίος υπογράφει και την σκηνοθεσία. Το κείμενο προέκυψε μετά από βαθύτατη ιστορική-μουσικολογική έρευνα, του καθηγητή εθνομουσικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Λάμπρου Λιάβα που εγγυάται και την μουσική επιμέλεια.
Είχαμε έτσι την ευκαιρία μίας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας συζήτησης μαζί του.
Συνέντευξη στην Ευρυδίκη Κοβάνη
Κύριε Χρυσικάκο, έχετε διαπρέψει στο θέατρο, στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Σε ποιο απ’ όλα νιώθετε πιο άνετα και γιατί;
Το θέατρο είναι ο φυσικός τόπος και χώρος του ηθοποιού. Εκεί μπορεί να βελτιώσει την τεχνική του, μπορεί να αποκτήσει γνώση μέσα από σημαντικά κείμενα και μπορεί να εξελιχθεί. Βεβαίως σημαντικός επίσης είναι και ο κινηματογράφος γιατί είναι σπουδαία τέχνη. Τώρα όσον αφορά την τηλεόραση, νομίζω ότι είναι χρήσιμη γιατί μέσα από αυτήν μπορεί να γίνει αναγνωρίσιμος ένας ηθοποιός και αυτό να τον βοηθήσει στο θέατρο. Άρα καταλήγουμε πάλι ότι το σημαντικό για τον ηθοποιό είναι το θέατρο.
Το ταλέντο ή οι επιλογές διαμορφώνουν την εξέλιξη ενός καλλιτέχνη;
Προσωπικά δεν πιστεύω στο ταλέντο. Ταλέντο είναι η ευκολία που έχει κάποιος και τις περισσότερες φορές ο μεγαλύτερος εχθρός του ταλέντου είναι το ταλέντο, δηλαδή αναπαράγει τις ευκολίες του και έρχεται η φθορά, ενώ ό,τι κατακτιέται με δουλειά είναι πολύτιμο και έχει εξέλιξη.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα της παράστασης «Τα Κατά Μάρκον – Μια Ρεμπέτικη Λειτουργία»;
Ο Λάμπρος Λιάβας, καθηγητής εθνομουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, έχει ασχοληθεί πάρα πολύ με την παραδοσιακή μουσική και φυσικά με το ρεμπέτικο. Μάλιστα με πρωτοβουλία και παρέμβαση δική του το ρεμπέτικο γράφτηκε στην άϋλη πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO.
Πριν μερικά χρόνια σε μία συνεργασία μας μου είχε δώσει το κείμενο για τους ρεμπέτες. Τότε δεν τα κατάφερα να το ανεβάσω. Φέτος τον πήρα τηλέφωνο και του είπα ότι θα ήθελα να ανέβει το έργο. Το παρουσιάσαμε με την μορφή αναλογίου στο Ίδρυμα Κακογιάννη, είδαμε την μεγάλη απήχηση που είχε και αποφασίσαμε να κάνουμε την παράσταση.
Τι προκλήσεις έχει για εσάς αυτό το έργο και πώς το προσεγγίσατε;
Ερμηνεύω τον Μάρκο Βαμβακάρη σε δύο ηλικίες και τον Μιχάλη Γενίτσαρη που είναι η επόμενη γενιά των ρεμπετών.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κοκκινιά, περπάτησα στα ίδια μονοπάτια, τα γλέντια στις αυλές των σπιτιών αυτά τα τραγούδια έπαιζαν, έχω περπατήσει χαράματα μόνος μου στα βράχια της Πειραϊκής.
Τους γνωρίζω αυτούς τους ανθρώπους, έχω μιλήσει μαζί τους. Επομένως νοσταλγία και συγκίνηση νιώθω ερμηνεύοντας τους.
Τι θα θέλατε να πάρουν μαζί τους οι θεατές φεύγοντας από την παράσταση;
Η παράσταση στέκεται στο ιστορικό και κοινωνικό υπόβαθρο της εποχής εκείνης. Ο θεατής θα γνωρίσει κάτω από ποιες συνθήκες έγραψαν τα τραγούδια τους αυτοί οι άνθρωποι.
Συνθήκες δύσκολες. Πόλεμος, Μικρασιατική καταστροφή, δικτατορία του Μεταξά, δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, εμφύλιος πόλεμος, εξορίες και πείνα… μέσα σε αυτές τις συνθήκες δημιουργήθηκε το ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι.
Κρατάω μια φράση που μου λένε μετά την παράσταση: “σας ευχαριστούμε για αυτά που μάθαμε”. Είναι μια πλήρης ψυχαγωγία με χιούμορ, συγκίνηση και πολλά τραγούδια.
Τι σημαίνει για εσάς το θέατρο;
Η σκηνή είναι για μένα ο χώρος όπου μπορώ να είμαι απόλυτα αληθινός, να βρίσκομαι σε άλλη διάσταση, να ταξιδεύω, να ζω πολλές ζωές μέσα από τα πάθη που ζω, να λυτρώνομαι.
Υπάρχουν άνθρωποι ή γεγονότα που σας επηρέασαν βαθιά;
Οι δάσκαλοι-σκηνοθέτες μου και οι σπουδαίοι ηθοποιοί που έπαιξα μαζί τους, αυτοί με διαμόρφωσαν. Ο Κούν, ο Τριβιζάς, ο Σολωμός, ο Βολανάκης και πολλοί άλλοι.
Ακόμα και σήμερα αποζητώ να βρίσκομαι κοντά σε σημαντικούς καλλιτέχνες, γιατί η τέχνη του ηθοποιού δεν σταματάει ποτέ.
Τι κάνει καλή μία παράσταση;
Θα χρησιμοποιήσω μια φράση του Κούν. “Τρία πράγματα χρειάζονται”, έλεγε, “για μία καλή παράσταση: δουλειά, δουλειά, δουλειά”. Και βεβαίως σημαντικά κείμενα, μέσα από αυτά ο καλλιτέχνης και ο θεατής εξελίσσεται.
Θα γυρνούσατε πίσω τον χρόνο;
Δεν έχω απωθημένα, είμαι ευχαριστημένος από την τέχνη και την ζωή μου. Την ίδια διαδρομή θα έκανα. Αν γύριζα τον χρόνο πίσω θα ήταν για να διορθώσω κάποια λάθη μου.
Αν ένας νέος ηθοποιός ζητούσε τη συμβουλή σας τι θα του λέγατε;
“Να μάθεις να σηκώνεις τον σταυρό σου και να έχεις πίστη”, λέει ο Τσέχωφ. Εγώ θα συμπλήρωνα να ασκηθεί συνεχώς και να διαβάζει πολύ. Και βεβαίως να μην ακούει αυτούς που βλέπουν τους νέους με ζήλεια και προσπαθούν να τους απογοητεύσουν. Οι νέοι είναι το μέλλον!