Τίτσα Πιπίνου, Συγγραφέας | Συνέντευξη

«Το σπίτι με τις φοινικιές», το νέο μυθιστόρημα της Τίτσας Πιπίνου, μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος και μας έδωσε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε μαζί της.

 

                                                              Συνέντευξη στην Ευρυδίκη Κοβάνη

 

Πώς περάσατε το διάστημα της καραντίνας και πώς πιστεύετε ότι θα είναι τα πράγματα από εδώ κι εμπρός; 

Την καραντίνα ευτυχώς την πέρασα κυρίως γράφοντας και διαβάζοντας. Η αναγκαστική κλεισούρα και απομόνωση χωρίς περισπασμούς με βοήθησε πολύ στο να μη βαρεθώ και να τελειώσω ένα μεγάλο βιβλίο πιο γρήγορα από όσο αρχικά το υπολόγιζα.

Δεν μπορεί, παρά τα πράγματα να πάνε καλύτερα. Όχι άμεσα, αλλά σύντομα. Πιάσαμε πάτο και τώρα δεν μένει παρά να αρχίσουμε να σηκωνόμαστε.

Τα πράγματα σχετικά με την πανδημία τα βλέπω καλύτερα από εδώ και εμπρός κυρίως για τον λόγο ότι σε λίγο θα ήμαστε περισσότεροι οι εμβολιασμένοι και αυτό είναι μια ασπίδα για όλους. Αυτό που με δίδαξε βέβαια είναι ότι μπορεί να συμβούν πράγματα που ούτε καν σου περνάνε από το μυαλό. Ποιος από όλους εμάς θα πίστευε, αν του το έλεγαν, ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο; Νομίζω κανείς! Ακόμη και για σενάριο ταινίας θα μου ακουγόταν παρατραβηγμένο.

 

Ας μιλήσουμε για το νέο σας μυθιστόρημα, «Το σπίτι με τις φοινικιές». Η κατοικία, το αρχοντικό, το ξενοδοχείο… οι χώροι έχουν πάντα μία ιδιαίτερη θέση στα μυθιστορήματά σας. Τι σημαίνει για εσάς “σπίτι”;  

Σημαίνει την παιδική μου ηλικία. Όχι το σπίτι που μένω τώρα, αλλά το σπίτι που μεγάλωσα και τα σπίτια με τους κήπους με τα οποία ήταν γεμάτο το κέντρο της Ρόδου.

Εκείνα τα σπίτια που τώρα σχεδόν όλα έχουν εξαφανιστεί, τα έχω στο μυαλό μου ακόμη πιο μεγάλα απ’ όσο πραγματικά ήταν, πιο πολύπλοκα, σχεδόν λαβυρινθώδη.

Γεμάτα κρυψώνες, φαρδιές ξύλινες σκάλες, δωμάτια και δωματιάκια όπου ζει ένα πλήθος συγγενών. Καμία σχέση με τα διαμερίσματα με τους περιορισμένους χώρους που ζούμε σήμερα αυστηρά πατέρας, μητέρα, παιδιά.

Σε εκείνα τα σπίτια έβρισκαν καταφύγιο γιαγιάδες, παππούδες, θείοι, ανύπαντρες θείες, ξαδέλφια που έρχονταν από τα χωριά τους για να πάνε γυμνάσιο και διάφοροι άλλοι, που με τα σημερινά δεδομένα φαντάζει απίθανο, έως αδιανόητο.

Αυτή ήταν η Ελλάδα τότε όμως. Αυτή ήταν η Ρόδος.

Προσπαθώ να τα στήσω, στη φαντασία μου. Αυτά τα σπίτια όμως στις ιστορίες μου, για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω, είναι πάντα γεμάτα φθορές, σε παρακμή.

Η παρακμή και στους ανθρώπους και στα σπίτια ενέχει κάτι συγκινητικό. Είναι μετά την ακμή, μετά το μεγαλείο της νιότης και του καινούργιου, λίγο πριν την πτώση και τη διάλυση.

 

Πώς ξεδιπλώνεται από την αρχή μέχρι την ολοκλήρωσή της η συγγραφή ενός βιβλίου;

Δεν είναι εύκολο να το προσδιορίσεις εκ των υστέρων. Αρχίζει από κάτι που έχεις στο μυαλό σου, αλλά και από ιστορίες που ακούς και πιστεύεις ότι αξίζει να ειπωθούν. Πάντα παραλλαγμένες όμως. Το ξεκινάς αργά και διστακτικά στην αρχή περιμένοντας να δεις και εσύ που θα σε οδηγήσει. Αν αξίζει εντέλει αυτή η ιστορία να γίνει βιβλίο. Αυτό που εξελίσσεται στην πορεία μικρή σχέση έχει συνήθως με την αρχική σύλληψη.

Το πιο δύσκολο είναι η αρχή, η ιδέα, μετά σιγά σιγά το προχωράς. Πάντα η αρχική ιδέα είναι το πιο δύσκολο. Στην αρχή είσαι αβέβαιος, όσο προχωρά όμως έχει ενδιαφέρον και για εσένα.

Δεν τα ξέρεις όλα από την αρχή, κι ίσως αυτό να είναι από τα πιο όμορφα που σου συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της γραφής ενός βιβλίου.

 

Τι είναι αυτό που, κατά τη γνώμη σας, κάνει μία ιστορία άξια να ειπωθεί; Τι σας εμπνέει, τι σας συγκινεί;

Με εμπνέουν ιστορίες ανθρώπων που έχουν τη δύναμη όταν πέφτουν να σηκώνονται και να μην το βάζουν κάτω, να πηγαίνουν κόντρα σε αυτό που η κοινωνία και η οικογένεια τους έταξε -έχουμε πολλές τέτοιες ιστορίες στα μέρη μας- αλλά και ανθρώπων που η ζωή τους λύγισε, τους τσάκισε χωρίς αντίσταση. Που ήρθαν και έφυγαν από τη ζωή χωρίς να αφήσουν ίχνη.

Επίσης πάλι για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω, με εμπνέει η εποχή του Μεσοπολέμου, του πολέμου και λίγες δεκαετίες μετά. Κάποιες φορές σκέφθηκα ότι θα ήθελα να ζούσα τότε, αλλά αποφάσισα ότι η ζωή ήταν πολύ δύσκολη εκείνα τα χρόνια ειδικά για μία γυναίκα. Δεν συζητώ για γυναίκα συγγραφέα, ούτε καν, οι γυναίκες ήταν οι περισσότερες αναλφάβητες. 

Το τι εμπνέει κάθε συγγραφέα, αν προσέξετε, είναι διαφορετικό από άλλον. Έχει νομίζω να κάνει με τον βαθύτερο εαυτό του, με τις εμμονές του, με την παιδική του ηλικία και με χίλια δυο.

 

 

«Το σπίτι με τις φοινικιές»

Ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα-ψηφιδωτό που διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα και αφηγείται ιστορίες ανθρώπων των οποίων η ζωή παρασύρθηκε στη δίνη ιστορικών γεγονότων που συγκλόνισαν τον κόσμο.

Ρόδος, 1927. Όταν η οικογένεια του Φιλήμονα Σαλίβερου μεταναστεύει απ’ το μικρό άγονο νησί τους στη Ρόδο για να συνεχίσουν τα τρία παιδιά το σχολείο, κανείς τους δεν διανοείται τις επιπτώσεις που θα έχει αυτό στη ζωή τους.  

Κάιρο, 1934. Η Μαρίνα, η όμορφη και περήφανη κόρη της οικογένειας Σαλίβερου, ταξιδεύει με προορισμό το Κάιρο για να μείνει στην εύπορη οικογένεια των θείων της. Εκεί θα γνωρίσει τον Ανδρέα Λίντον, έναν ανεξάρτητο και παθιασμένο με την περιπέτεια άνδρα, ο οποίος κατά τη διάρκεια του πολέμου θα γίνει ήρωας.

Η ιστορία των οικογενειών Σαλίβερου και Λίντον ορθώνεται με αξιοπρέπεια μπροστά στη ματαίωση των ονείρων τους, στις διαψεύσεις, στα πάθη, στις φιλοδοξίες και στις απώλειες κατά τα δύσκολα χρόνια της Ιταλοκρατίας –σαν τις δύο πανύψηλες φοινικιές που στέκονται αγέρωχες μπροστά στην παλιά έπαυλη, δίνοντας μια ψευδαίσθηση αρχοντιάς ανάμεσα στα ρημαγμένα φτωχόσπιτα της γειτονιάς.

 

Έγραψαν για «Το κορίτσι του Αλεσάντρο»:

«Διατηρώντας όλες τις φίνες εμμονές της –παραδεισένιους κήπους και παλιά ξενοδοχεία, όπως εκείνο το υπέροχο που είχαν οι δικοί της κάποτε, τη μοίρα και το σθένος των γυναικών, την ομορφιά του τόπου της που μεταλλάσσεται μέσα στο χρόνο και κινδυνεύει να χαθεί– η Τίτσα Πιπίνου αναφέρεται στα Δωδεκάνησα κατά την Ιταλική Κατοχή».
–Ελένη Γκίκα, Φιλελεύθερος

«Η Τίτσα Πιπίνου γοητεύεται και γοητεύει με τη γραφή της, αναδεικνύοντας έναν κρυφό έρωτα σαν τους πολλούς εκείνης της εποχής, που άλλοι ευοδώθηκαν και άλλοι έμειναν για πάντα κρυφοί!»
–Ροδούλα Λουλουδάκη, Η Ροδιακή

 

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα

Η Τίτσα Πιπίνου γεννήθηκε και ζει στη Ρόδο. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1994 με το βιβλίο Γυναίκα της σκιάς. Συνολικά έχει γράψει δέκα μυθιστορήματα, ένα δοκίμιο και ένα βιβλίο για παιδιά. Διηγήματα και κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες, λογοτεχνικά ημερολόγια και στον Τύπο, ενώ διατηρεί εδώ και χρόνια ραδιοφωνική εκπομπή για το βιβλίο.

Το 2019 κυκλοφό­ρησε από τις Εκδόσεις Κλειδάριθμος Το κορίτσι του Αλεσάντρο, το οποίο συμπεριλήφθηκε στη βραχεία λίστα των Βραβείων Public το 2019, στην κατηγορία «Αξέχαστος ήρωας».

το σπιτι με τις φοινικιες τιτσα πιπίνου

About Author

Back to top