Ο λογοτέχνης και θεωρητικός τού πολιτισμού Χρήστος Τσανάκας μάς μιλάει για την τέχνη της Κατερίνας Μουράτη με αφορμή την αναδρομική της έκθεση “40 χρόνια Αιγαίο” που παρουσιάζεται έως τις 8 Νοεμβρίου στο Κατάλυμα της Γαλλίας στη Ρόδο.
Συνέντευξη στην Ευρυδίκη Κοβάνη
Σας ευχαριστώ για τη συζήτηση που θα κάνουμε με θέμα την τέχνη της Κατερίνας Μουράτη. Θα ήθελα, κατ’ αρχάς, να μας πείτε πότε και πώς την γνωρίσατε, καθώς και ποια ήταν η πρώτη σας εντύπωση;
Η πρώτη μου εντύπωση ήταν μάλλον και η ύστατη, όπως συμβαίνει, νομίζω πάντα, στις πιο σημαντικές συναντήσεις της ζωής μας. Και η συνάντησή μου με την Κατερίνα Μουράτη ως καλλιτέχνιδα εικαστικών ελκυστών αίσθησης και διαίσθησης, υπήρξε όντως σημαντική. Και απολύτως τυχαία! Αν και για να παραφράσω τον Αϊνστάιν, ο οποίος είχε πει πως ο Θεός δεν ρίχνει ζάρια, θα έλεγα πως και η ζωή δεν ρίχνει ζάρια.
Ιδού όμως πώς συνέβη η μύηση του ενός στον κόσμο του άλλου. Με τον ίδιο τρόπο που η τύχη αποκαλύπτει συχνά στον καλλιτέχνη το εξαιρετικό, το ασύλληπτο, το ιδεώδες, ή όπως ένα όνειρο μας μυεί στο σημαντικό, στο καταλυτικό, στο ουσιώδες, έτσι ακριβώς οδηγήθηκαν και τα δικά μου βήματα, κατά τύχη, στην τέχνη τής Κατερίνας Μουράτη, τέχνη ιδανική για εμένα και άκρως σημαντική, κατά τη γνώμη μου, για την ελληνική εικαστική ονειροποιία διαχρονικώς.
Σε μια επίσκεψή μου στην Πάτμο, αμέσως μετά το δέος τού σπηλαίου τής Αποκαλύψεως και χωρίς τίποτα να με προϊδεάζει ή να με προειδοποιεί έστω και στο ελάχιστο εν είδει οιωνού, μια άλλη αποκάλυψη έμελλε να αλώσει το μυαλό και την ψυχή μου.
Ανεβαίνοντας προς το μοναστήρι, μπήκα για λίγο σε ένα κατάστημα εντυπωσιακών κοσμημάτων και άλλων ιδιότυπων εργόχειρων, στα οποία ωστόσο το μάτι μου δεν πρόλαβε να περιπλανηθεί, πόσο μάλλον να αναπαυθεί, αφού κάποιες παράξενες σκιές στον τοίχο έσπευσαν ακαριαία να αρπάξουν το βλέμμα μου.
Ήταν μια σειρά από μικρά κορνιζαρισμένα σχέδια, απολύτως μυστηριώδη και γι’ αυτό ψυχοτροπικά, ακανθώδους ιδιοτροπίας θα έλεγα, αλλά και μεγαλειωδώς απλά, σχεδόν στο ύφος τής outsider-art του Adolf Wölfli, γκουρού της ιδιορρυθμίας. Είχαν ωστόσο σαφώς δικό τους χαρακτήρα και ψυχολογική υποβολή.
Αυτά τα ουρανόθεν πεφωτισμένα τεκμήρια μιας ακονισμένης στο σκότος υποσυνείδητης ευφυίας, στέκονταν σαν φύλακες άγγελοι σταλμένοι από το υπερπέραν, δίπλα σε μία κάθε άλλο παρά κραυγαλέα θηλυκή μορφή, σκυμμένη νωχελικά στο γραφείο-ταμείο τού καταστήματος, σχεδόν ταμπουρωμένη, μία διακριτική γυναίκα, απορροφημένη στον ακόμα κοριτσίστικο μυστικισμό της, ένα ον που δεν διαλαλούσε τίποτα.
Η Κατερίνα Μουράτη, διότι περί εκείνης επρόκειτο, έμοιαζε να αντιμετωπίζει τους επισκέπτες του καταστήματός της σαν μικρά βοτσαλάκια που πέφτουν σε μια ήσυχη λίμνη δάσους, παρακολουθώντας για ώρα τον κυματισμό της δόνησής τους, πριν τους απευθύνει τελικά τον λόγο.
Ενθουσιασμένος όμως εγώ όπως ήμουν από την αυτοδίδακτη ζωγραφική στα κάδρα και με την παράδοξη βεβαιότητα ότι το κορίτσι και οι μορφές στους τοίχους σχετίζονταν ευθέως, σαν μητέρα και παιδί, βεβαιότητα που με κυρίευσε εντελώς ξαφνικά όπως οι βεβαιότητες που μας κυριεύουν μέσα σε ένα όνειρο, της απευθύνθηκα ευθαρσώς, χωρίς ίχνος τυπικότητας, λέγοντάς της κάτι που η ίδια το θυμάται μέχρι σήμερα: “Αυτά τα έργα είναι σίγουρα δικά σας…”.
Την επόμενη μέρα, σε μια έκθεσή της, έσπευσα να αγοράσω έναν από τους καλύτερους και πιο ευμεγέθεις πίνακές της, έχοντας συγχρόνως την ευκαιρία να μυηθώ στο πραγματικό εύρος των καλλιτεχνικών δυνατοτήτων της.
Έτσι ξεκίνησε η ευτυχής γνωριμία μου με την Κατερίνα Μουράτη και το έργο της, ένα θα τολμούσα να πω ιδιωτικό είδος ζωγραφικής, που φαντάζει ανεξάρτητο από οποιαδήποτε εικαστική παράδοση και φυσικά μακριά από οποιοδήποτε χρησιμοθηρικό ντετερμινισμό, ολοζώντανο, εντός επιθυμιών αλλά μακράν κορεσμών, για την περιγραφή του οποίου θα δανειζόμουν τα λόγια του Χάιντεγκερ: “Αρχέγονη αλήθεια, που δεν εκπίπτει σε βεβαιότητα, μα διατηρεί χαρακτήρα δυναμικής προσαρμογής μιας ταυτόχρονης αποκάλυψης και απόκρυψης”.
Ένα τέτοιας αξίας έργο δεν θα μπορούσα παρά να το παρακολουθώ αδιαλείπτως και επισταμένως μέχρι σήμερα, νιώθοντας μάλιστα σαφώς δικαιωμένος, αφού δεν έχω νιώσει ποτέ ούτε ίχνος προδοσίας από το ευφυές υποσυνείδητο που σκιωδώς το αλχημεί και την φωτεινή προσωπικότητα που ταπεινά το κοινωνικοποιεί.
Η Κατερίνα Μουράτη σάς ευχαρίστησε στην εναρκτήρια ομιλία της και είπε ότι οι συζητήσεις σας την βοηθούν, της προσφέρουν ένα άνοιγμα σκέψης. Προφανώς, μιλάτε μαζί της και για την Νευροεπιστήμη του Ωραίου, την οποία μελετάτε ως Θεωρητικός τού Πολιτισμού. Αλήθεια, τί μας αποκαλύπτει η Νευροεπιστήμη τού Ωραίου; Μου ακούγεται σαν ο πιο συναρπαστικός τομέας έρευνας στον χώρο των τεχνών σήμερα…
Και όντως, αυτό ακριβώς είναι, ο πιο συναρπαστικός τομέας έρευνας στον χώρο των τεχνών σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι εγώ τον έχω βαφτίσει έτσι αυτόν τον τομέα. Όμως, για να είμαι ακριβής, δεν πρόκειται για κάποιον μεμονωμένο και αποκλειστικού ενδιαφέροντος κλάδο της σύγχρονης επιστήμης ή για ολοκληρωμένο τομέα των μεταμοντέρνων αισθητικών ερευνών, αλλά για μια εστίαση σε θεμελιώδη ερωτήματα περί τέχνης, όπως το τί είναι ωραίο και το τί είναι άσχημο, με αφορμή γενικότερου ενδιαφέροντος ανακαλύψεις της Νευροεπιστήμης, πιο σωστά της Νευρωνοεπιστήμης, κατά την έρευνα των λειτουργιών τού εγκεφάλου, ιδίως του τρόπου ανάδυσης της συνείδησης και της διαμόρφωσης της αίσθησης του Εγώ, του τρόπου γενικώς με τον οποίο από την ύλη γεννιέται το πνεύμα ή του τρόπου με τον οποίο η σκέψη επηρεάζει το σώμα κ.λπ.
Εμένα προσωπικά με ενδιαφέρει το πώς όλα αυτά δίνουν κάποιες πρώτες, και όπως αποδεικνύεται δεόντως επαναστατικές, απαντήσεις στο αίνιγμα της ύπαρξης των τεχνών και της ικανότητάς τους να επιδρούν τόσο καταλυτικά στη ζωή μας. Φυσικά, θα μπορούσα να μιλώ για ώρες, αφού αυτό είναι ακριβώς το αντικείμενο των διαλέξεών μου, σχετικά με το έργο των Kawabata, Dissanayake, Camilo Cela-Conde, Whitefield, Donald Norman, Rolf Reber, Piotr Winkielman, Norbert Schwarz, Tooby, Cosmides, Leslie, Latto και άλλων, των κορυφαίων νευροεπιστημονικών ερευνών του Michael Gazzaniga μη εξαιρουμένων.
Για να περιοριστώ στο μείζον θέμα του τί είναι ωραίο, δηλαδή γιατί το ωραίο μας φαίνεται ωραίο, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι έχει διερευνηθεί επαρκώς μια ριζοσπαστική απάντηση, η οποία θέτει σε ανυποληψία τόσο το έργο τού Πλάτωνα όσο και το έργο του Ιμάνουελ Καντ.
Όλοι οι ερευνητές συμφωνούν ότι η ομορφιά δεν είναι ανεξάρτητη από τον παρατηρητή, εν αντιθέσει προς τις απόψεις του Πλάτωνα. Υπάρχει το κατά Άνθρωπο ωραίο, όχι το κατά Φύση ωραίο. Μάλιστα θεμελιώδης παράγοντας στην πρόσληψη της τέχνης είναι η ευκολία με την οποία ο εγκέφαλός μας επεξεργάζεται ένα αισθητικό ερέθισμα. Όσο μεγαλύτερη η νευρωνική ευκολία επεξεργασίας, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να αξιολογήσουμε το ερέθισμα ως ωραίο ή καλό για εμάς.
Φυσικά, η εμπειρία, η παιδεία, η εξοικείωση, καθιστούν πιο εύκολη την επεξεργασία περισσότερο πολύπλοκων ή ξενικών ερεθισμάτων, με αποτέλεσμα την θετική αξιολόγηση ολοένα και πιο δύσκολων, πολυσύνθετων, πολύσημων ή εξωφρενικά ασυνήθιστων ερεθισμάτων/καλλιτεχνικών έργων, ως τα πρόθυρα του χάους, στα οποία οδηγούνται μόνο οι πιο απαιτητικοί φιλότεχνοι ή ίσως οι πιο ικανοί για πολυεπίπεδη νευρωνική επεξεργασία.
Πώς συσχετίζετε την Νευροεπιστήμη με το εικαστικό έργο της Μουράτη; Το ρωτάω αυτό, γιατί στο εισαγωγικό κείμενο της αναδρομικής έκθεσής της για τη συμπλήρωση σαράντα χρόνων εικαστικής δημιουργίας, κάνετε όντως έναν τέτοιο συσχετισμό.
Ναι, προέβην σε αυτή την αναφορά, όχι μόνο λόγω ειδικότητας και προσωπικής εμμονής στην αναζήτηση απαντήσεων για τα περί τέχνης και ζωής στις ανακαλύψεις της Νευροεπιστήμης, αλλά και γιατί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των έργων τής Κατερίνας Μουράτη τα καθιστούν γόνιμο πεδίο επιβεβαίωσης της νευρωνικής φύσης τού ωραίου.
Για παράδειγμα, η γραμμική απλότητα των σχεδίων της, μέσω απλών συμμετριών, σαφούς διάχυσης όγκων και εύρυθμης συσχέτισης λεπτομερειών, διευκολύνει την ενστικτώδη νευρωνική επεξεργασία τής γενικής εντύπωσης ενός έργου της. Η εύρωστη και εύληπτη ισορροπία που χαρακτηρίζει τη γενική εντύπωση ενός έργου της, έχει ως αποτέλεσμα τη γέννηση ενός άμεσου, βιολογικού αισθήματος έλξης προς αυτό, μιας προδιάθεσης για μια έστω πρώιμη θετική αξιολογική κρίση.
Αυτό είναι το Πρώτο Είδος Ομορφιάς, σύμφωνα με τη Νευροεπιστήμη. Το Πρώτο Είδος Ωραίου δεν το ορίζει ο πολιτισμός, ούτε το κραταιό cogito τού Καντ, το σκεπτόμενο Εγώ, αλλά εκείνο που μας αγνοεί όταν κοιμόμαστε και που το αγνοούμε όταν ξυπνάμε. Ο Όλος Εαυτός δηλαδή, το όλο σύστημα Σώμα-Εγκέφαλος, κατά την περιγραφή του Antonio Damasio, σύστημα δρων πίσω από την πλάτη του μικρού πλην επηρμένου Εγώ μας…
Το άλμα τώρα σε μια ανωτέρου επιπέδου ομορφιά, επέρχεται με την περαιτέρω εμβάθυνση τόσο στους δομικούς μικροδαιδάλους και τις χρωματικές διαβαθμίσεις, όσο και με τους ειρμούς και συνειρμούς τους οποίους γεννούν τα πιο ευανάγνωστα στοιχεία από το φάσμα τής θεματικής των έργων τής Μουράτη, όπως για παράδειγμα πρόσωπα, σώματα, σύμβολα ζωής ή κουλτούρας κ.λπ. Όλα αυτά εξυπηρετούν τη διαμόρφωση μιας πληροφοριακά ανώτερης, τουτέστιν βαθύτερης και ευρύτερης, αισθητικής ικανοποίησης.
Αυτό είναι το Δεύτερο Είδος Ομορφιάς, σύμφωνα με την Νευροεπιστήμη, το αναστοχαστικό, διευκρινίζοντας έτσι αντικειμενικά, με επιστημονικά πλέον στοιχεία, τη διαίσθηση του Καντ περί “Εξαρτημένης Ομορφιάς”, σύμφωνα με το δικό του αναλυτικό φιλοσοφικό σύστημα.
Εν ολίγοις, καταλήγοντας σε ένα πανανθρώπινης ισχύος συμπέρασμα που ενδιαφέρει κάθε μύστη της τέχνης σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, όσο περισσότερο συμμετέχουμε σε πολύπλοκες καλλιτεχνικές δράσεις ή ατενίζουμε εμβριθώς “δύσκολα” ιδιοσυγκρασιακά έργα, όπως εκείνα της Κατερίνας Μουράτη, τόσο περισσότερο αναβαθμίζεται η νευρωνική μας δυνατότητα για επικέντρωση και ανάπλαση του εκπληκτικής πλαστικότητας εγκεφάλου μας, για ψυχολογική εμβάθυνση και αφοσίωση.
Απογειώνοντας όμως την ικανότητά μας για πληροφοριακό μεταβολισμό, ίσως να απογειώνουμε και την ικανότητά μας για έναν ευκρινέστερο μετασχηματισμό τού Εαυτού μας και των Κοινωνιών μας, για μια πεφωτισμένη συλλογική μεταμόρφωση.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΣΑΝΑΚΑΣ
Ο Χρήστος Τσανάκας είναι λογοτέχνης (ποιητής, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος) και θεωρητικός του πολιτισμού (μελετητής της αποτυχίας των καλλιτεχνικών πρωτοποριών και εισηγητής διαλέξεων για την Νευροεπιστήμη τού Ωραίου).
Σπούδασε Οικονομικές και Πολιτικές Επιστήμες στη Νομική Αθηνών, όμως ως λάτρης της δια βίου μάθησης εξακολουθεί να σπουδάζει Ψυχολογία, Κοινωνιολογία, Θρησκειολογία, Ιστορία των Πολιτισμών, Ιστορία της Τέχνης, Ιστορία της Λογοτεχνίας, Ιστορία της Μουσικής, Ιστορία του Κινηματογράφου κ.ά.
Από το 1985 έως το 2015 υπήρξε συνεργάτης τού Τρίτου Προγράμματος ως μουσικός παραγωγός. Έχει διατελέσει διευθυντής των περιοδικών «Focus» και «GEO», διευθυντής στο μουσικό τμήμα τού περιοδικού «ΗΧΟΣ & Hi-Fi», ειδικός συντάκτης των εφημερίδων «Καθημερινή», «Βήμα της Κυριακής», «Αναγνώστης» και «Φιλελεύθερος» (Κύπρου), συνεργάτης πολλών άλλων εντύπων και sites. Έχει δώσει διαλέξεις στη Σχολή Καλών Τεχνών, σε Ημερίδες του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε Μεταπτυχιακό Τμήμα του Πολυτεχνείου Αθηνών, σε Φεστιβάλ και διάφορες πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Κυκλοφορούν έξι βιβλία του, από τα οποία ξεχωρίζουν η μονογραφία για τον Γιάννη Ξενάκη «Μουσική των Άστρων», οι «Ονειροποιοί» (δοκίμια περί ηλεκτρονικής και μεταμοντέρνας μουσικής), ο τόμος αισθητικών δοκιμίων «Cult 2000» και η ποιητική συλλογή «Απαγορευμένοι του Τρίτου Ράιχ».
Στις ελεύθερες ώρες του ζωγραφίζει (κυρίως με ψηφιακά μέσα), επιμελείται μουσικές παραγωγές (όπως ένα τετραπλό CD-Best-Off του Philip Glass) και ηχογραφεί ηλεκτρονική μουσική.